Είκοσι χρόνια μετά την άσκηση της επιτυχημένης αντεγκληματικής πολιτικής του δημάρχου της Νέας Υόρκης Ρούντολφ Τζουλιάνι, τίθεται στη χώρα μας το ίδιο ερώτημα: αν πράγματι μια πολιτική μηδενικής ανοχής συμβάλλει στη μείωση της εγκληματικότητας δημιουργώντας μηχανισμούς πρόληψης. Η πολιτική αυτή του δημάρχου της Νέας Υόρκης, που συνέβαλε καθοριστικά στην αλλαγή του προσώπου της πόλης, βασίστηκε σε επιστημονικές μελέτες και παρατηρήσεις που απεδείκνυαν ότι αν δεν προληφθεί η εγκληματικότητα, έστω και μικρή, αυτό οδηγεί σε ανοχή και σε συγκέντρωση ομάδων που παρανομούν σε συγκεκριμένες περιοχές. Συνηγορία προς τούτο προσέφερε και η μεγάλη έκθεση του Εισαγγελέως του Ισραήλ στη δεκαετία του ’80 για το πώς η αυστηρότητα του νομικού πλαισίου σχετικά με το εμπόριο ναρκωτικών μειώνει τελικά τη χρήση. Εξυπακούεται ότι η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών συνδέεται στενά με την παρανομία πάσης φύσεως.
Εδώ υπάρχει η περίφημη θεωρία «των σπασμένων τζαμιών». Αν παραδείγματος χάριν ένα μικρό παιδί σπάσει τα τζάμια ενός σπιτιού σε οποιαδήποτε γειτονιά και οι κάτοικοι της περιοχής, ή η αυτοδιοικητική Αρχή, ή η κρατική Αρχή, είναι αδιάφοροι, τότε αρχίζει να στρώνεται το έδαφος για τη δημιουργία μιας περιοχής όπου θα υπάρχει παρανομία, μικρή ή μεγαλύτερη, συγκέντρωση ομάδων που παρανομούν άρα και απομάκρυνση πολιτών που είναι αντίθετοι σε παρόμοιες καταστάσεις και γρήγορα θα φτάσουν τα ναρκωτικά και τα όπλα. Τότε η αντιμετώπιση του προβλήματος γίνεται εξαιρετικά δύσκολη.
Επομένως μια πολιτική μηδενικής ανοχής δεν απαιτεί απλώς τον αντίστοιχο τίτλο, αλλά συνεχή και επίμονη παρακολούθηση των γεγονότων στις γειτονιές, οι οποίες περνούν στην αταξία και το έγκλημα, όταν φανεί ότι κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Αρα είναι απαραίτητες οι συνεχείς περιπολίες αστυνομικών οργάνων και ανάληψη ευθύνης συγκεκριμένων οργάνων της τάξης για συγκεκριμένες περιοχές και συνεχής επιβεβαίωση αριθμητικών στοιχείων και φύσης της εγκληματικότητας σε καθημερινή βάση.
Η καταστολή μόνη και πάλι δεν αρκεί. Χρειάζεται αντίστοιχη νομοθεσία, κοινωνικές υπηρεσίες που συνάδουν με τις δυνατότητες απομάκρυνσης, ιδιαίτερα των νεαρών ατόμων από τις εστίες άνθησης της εγκληματικότητας. Η ανοχή που επιδεικνύεται πολλές φορές από την κοινωνία με τη σκέψη ότι εν πάση περιπτώσει στον κόσμο μας υπάρχουν καλοί και κακοί και η αντίστοιχη κοινωνική τους έκφραση, δεν μπορεί παρά να υπάρχει, είναι προφανέστατα λανθασμένη. Ιδιαίτερα στη χώρα μας με τα σημερινά της προβλήματα και την προσπάθεια που χρειάζεται να κάνει, τουλάχιστον στον τομέα του τουρισμού, είναι ανεπίτρεπτο να υπάρχουν ανασφαλείς περιοχές στην πρωτεύουσα αλλά και αλλού.
Η προσπάθεια αυτή για να πετύχει παραδείγματος χάριν σε μια πόλη όπως η Αθήνα, χρειάζεται: πρώτον αρμοδιότητα του δήμου επί συγκεκριμένου τουλάχιστον τύπου παρανομιών, δεύτερον συνεργασία με το κράτος και τις επίσημες αστυνομικές Αρχές, τρίτον επίγνωση του γενικότερου προβλήματος από τη Δικαιοσύνη, τέταρτον δίκτυο κοινωνικών υποδομών που θα στηρίξουν μελλοντικές εναλλακτικές δράσεις στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας ιδιαίτερα των ανηλίκων και πέμπτον ενημέρωση των κατοίκων των περιοχών για τη συνολική προσπάθεια και προτροπή για συνεργασία με την Αστυνομία.
Η πολιτική αυτή έχει μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, πρέπει να υποστηριχθεί επίμονα χωρίς καθυστερήσεις ή οπισθοδρομήσεις και με αρκετή υπομονή, ώστε να μην αναμένονται άμεσα αποτελέσματα, αλλά ακόμη κι αν τα αποτελέσματα στην αρχή είναι πενιχρά, η υποστήριξη αυτής της πολιτικής να συνεχιστεί. Είναι προφανές ακόμη και γι’ αυτούς που αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα μιας κατασταλτικής πολιτικής, ότι η λογική της μηδενικής ανοχής βασίζεται στην έννοια της ατομικής ευθύνης που αποτελεί και επίκεντρο της ανάπτυξης των συγχρόνων δημοκρατικών θεσμών, αλλά και της αρχής ότι ο άνθρωπος είναι υποκείμενο της ιστορίας του και όχι αντικείμενό της.
Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι πρώην υπουργός