Από σήμερα τίποτε δεν θα μοιάζει με το χθες για τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η συμφωνία στο Eurogroup της Πέμπτης με την οποία η κυβέρνηση παίρνει μόνο τη διακεκομμένη δόση των 8,5 δισ. ευρώ ενώ έχει αναγκαστεί να ψηφίσει στη Βουλή επώδυνα μέτρα για τις συντάξεις και τους φόρους είναι η δεύτερη μεγάλη άτακτη υποχώρησή της έπειτα από εκείνη του Ιουλίου 2015. Η ήττα του 2015 έφερε το τρίτο Μνημόνιο και την ολική αποδόμηση της πολιτικής τής «περήφανης» διαπραγμάτευσης που είχε προηγηθεί. Η προχθεσινή συνθηκολόγηση δεν αποδομεί μόνο τους έως τώρα χειρισμούς στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές κατά τη δεύτερη αξιολόγηση. Αφήνει την κυβέρνηση πολιτικά εκτεθειμένη χωρίς ισχυρό αφήγημα για το επόμενο διάστημα της θητείας της.
Ο απολογισμός της δεύτερης αξιολόγησης αν εξαιρέσει κανείς τη δόση των 8,5 δισ. που κρατά ζωντανή την ελληνική οικονομία είναι βαρύς και πολιτικά και οικονομικά. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης ήταν ότι καθυστερεί να κλείσει την αξιολόγηση παρά το αυξημένο κόστος που αυτό συνεπάγονταν για την οικονομία, καταρχάς για να μειώσει τον λογαριασμό των μέτρων που ζητούσε αρχικά το ΔΝΤ. Και κατά δεύτερο λόγο για να επιτύχει καθαρή λύση για το χρέος που θα έβαζε τη χώρα στην ποσοτική χαλάρωση (QE) του Ντράγκι και θα άνοιγε σε σταθερή βάση την πόρτα για δανεισμό από τις αγορές. Εντέλει από τα 4,2 δισ. ευρώ που ζητούσε αρχικά το ΔΝΤ ψηφίστηκαν στη Βουλή μέτρα πάνω από 5,5 δισ. που θα εφαρμοσθούν το 2018, το 2019 και το 2020 ενώ σε αυτά θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το πάγωμα των συντάξεων ώς και το 2022.
Αλλά και η συμφωνία δεν οδηγεί σε ένταξη της χώρας στο QE και σε μα σταθερή αποκατάσταση του δανεισμού από τις ξένες αγορές στο άμεσο μέλλον. Δημιουργεί μάλιστα όλες τις προϋποθέσεις για ένα νέα Μνημόνιο μετά το τέλος του σημερινού (από τον Σεπτέμβριο του 2018 και μετά). Και όλα αυτά με ένα βαρύ τίμημα για την ελληνική οικονομία. Εξαιτίας της μεγάλης καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η αρχική πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% φέτος αποτελεί πλέον παρελθόν. Μόλις και μετά βίας η οικονομία πέρασε σε θετικό ρυθμό (0,5%) το πρώτο τρίμηνο του έτους ενώ εκτιμάται ότι η ανάπτυξη δεν θα υπερβεί το 1-1,5% σε ετήσια βάση.
Θα μπορούσε η κατάληξη να ήταν διαφορετική; Δύσκολα σε ό,τι αφορά τα μέτρα που ζήτησαν και πήραν οι δανειστές. Για άλλη μια φορά όμως χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την οικονομία και βαθμοί αξιοπιστίας στις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η μία πλευρά δεν εμπιστεύεται την άλλη. Και όσο η σημερινή κυβέρνηση δεν εφαρμόζει όσα έχει υπογράψει τόσο θα απομακρύνεται η προοπτική διευθέτησης του χρέους. Αυτό είναι ένα μήνυμα πίσω από τις γραμμές του ανακοινωθέντος του Eurogroup ενόψει της επόμενης, τρίτης, αξιολόγησης που θα ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο.