Το ξεκίνημα μιας περιόδου στην οποία ανατρέπονται δεδομένα, σηματοδοτεί η απόφαση του Eurogroup και η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Η πολιτική σύγκρουση προεξοφλείται ότι θα συνοδευτεί με θερμοκρασίες καύσωνα, ενώ η κυβέρνηση και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας οδηγούνται σε νέα αδιέξοδα, καθώς ναυάγησε σχεδόν σε όλα τα επίπεδα η στατηγική που είχε χαράξει τους προηγούμενους μήνες το Μαξίμου.

Κυβερνητικά στελέχη αναγνωρίζουν ότι ο Πρωθυπουργός αναζητεί πλέον νέο αφήγημα. Από την ερχόμενη εβδομάδα, ο Αλέξης Τσίπρας θα συναντήσει διαδοχικά τους πολιτικούς αρχηγούς, με την ατζέντα να απλώνεται, εκτός από το Eurogroup, και στο Κυπριακό. Τη Δευτέρα, άλλωστε, φτάνει στην Αθήνα ο τούρκος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ για συναντήσεις κορυφής. Την ίδια στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλεί τον Αλέξη Τσίπρα σε «μονομαχία» στη Βουλή, σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση, προκειμένου να αποκαλυφθούν οι λεπτομέρειες της συμφωνίας του Eurogroup. Κίνηση που θα επιδιώξει το Μαξίμου να εντάξει σε έναν νέο σχεδιασμό, στοχεύοντας να αναδειχθεί το δίπολο με τον πρόεδρο της ΝΔ.

Επιχειρώντας να σκιαγραφήσει την επόμενη μέρα μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αντικειμενικός στόχος του Πρωθυπουργού είναι να καταδείξει ότι τα δύσκολα της διαπραγμάτευσης μένουν πίσω και πλέον ανοίγει νέο κεφάλαιο. Είτε αυτό αφορά ζητήματα υψηλής πολιτικής, όπως το Κυπριακό, είτε θέματα καθημερινότητας, με την προώθηση νομοθετικών πρωτοβουλιών όπως η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η αλλαγή του χάρτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δυνατά θα παίξει στο προσκήνιο και η Συνταγματική Αναθεώρηση, μέσω της οποίας η κυβέρνηση φιλοδοξεί να προωθήσει σημαντικές θεσμικές αλλαγές.

Μολαταύτα, οι εξελίξεις αυτές και τα πανηγύρια του Μαξίμου για την απόφαση του Eurogroup δεν μπορούν να αποπροσανατολίσουν από την πραγματικότητα, η οποία υπαγορεύει πως το αφήγημα της κυβέρνησης για συνολική συμφωνία έγινε σκόνη και θρύψαλα στην προχθεσινή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επέστρεψε από το Λουξεμβούργο έχοντας μεν στις βαλίτσες του «πολλά λεφτά», όπως είπε ο σλοβάκος συνάδελφός του, τα οποία αντιστοιχούν στην εκταμίευση της δόσης συν ένα ποσό για αποπληρωμή οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες και προμηθευτές. Αλλά δεν έφερε μαζί του ούτε τη ρύθμιση του χρέους ούτε την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, η οποία αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας.

Στην ουσία, η κυβέρνηση πήρε μια συμφωνία ελάχιστα παραλλαγμένη σε σχέση με αυτή που είχε απορρίψει στο Eurogroup του Μαΐου και όμως τώρα πανηγυρίζει πως πήρε παραπάνω κι από αυτά που ήθελε. Για μία συμφωνία, η οποία βάζει ουσιαστικά σε επιτροπεία έως το μακρινό 2060 τη χώρα, με τον στόχο του 2% για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Ο κυβερνητικός αντίλογος εστιάζει στην ανάπτυξη. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι με την απόφαση του Eurogroup υιοθετήθηκε η γαλλική πρόταση για ρήτρα ανάπτυξης σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους και πως οι εταίροι συμφώνησαν στην υλοποίηση αναπτυξιακών δράσεων και δημιουργίας Αναπτυξιακής Τράπεζας στην Ελλάδα. Κυρίως, όμως, διακινείται το επιχείρημα ότι η συμφωνία υπηρετεί το στόχο για τη σχεδιαζόμενη έξοδο στις αγορές, στρώνοντας το χαλί σε υποψήφιους επενδυτές.
Το εσωτερικό μέτωπο
Ανεξαρτήτως της όποιας αποτίμησης, η απόφαση του Eurogroup ανοίγει ένα πολύ δύσκολο κεφάλαιο που καλείται να διαχειριστεί ο Πρωθυπουργός και αυτό είναι οι εσωτερικές σχέσεις σε κυβέρνηση και κόμμα. Δεδομένου μάλιστα ότι η ρητορική της διαπραγμάτευσης προκαλεί… αλλεργία σε πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία έχουν εκφράσει παράπονα στα συντεταγμένα όργανα ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται μεν, αλλά δεν κυβερνάει, μοιάζει επιτακτική ανάγκη για τον Αλέξη Τσίπρα να αλλάξει ατζέντα. Πόσω μάλλον όταν βουλευτές και στελέχη αρχίζουν να εκφράζουν επιφυλάξεις για τα αποτελέσματα του Eurogroup.

Είναι ενδεικτική η δήλωση του Πάνου Σκουρλέτη πως «υπάρχει μία αντίφαση που δημιουργείται για τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι “καταδικασμένος” να πορεύεται να επιβάλει λιτότητα, αλλά παράλληλα να υπόσχεται ότι θα προσφέρει έξοδο από αυτή. Κι αυτό, γιατί έχει μια αβέβαιη έκφανση όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για τη χώρα».

Οι εξελίξεις επαναφέρουν έτσι στο προσκήνιο σενάρια ανασχηματισμού, μολονότι από το πρωθυπουργικό επιτελείο λέγεται ότι κάτι τέτοιο θα έλθει –αν έλθει –σε δεύτερο χρόνο. Πρόσωπο – κλειδί στις ενδεχόμενες αλλαγές, δεδομένου ότι τυχόν αποχώρησή του από το υπουργείο Οικονομικών θα φέρει καραμπόλες, θεωρείται ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Οι δηλώσεις Σόιμπλε την παραμονή του Eurogroup για τις σχέσεις του με τον Τσίπρα, καίτοι χαρακτηρίστηκαν ως προβοκάτσια από το κυβερνητικό στρατόπεδο, καταδεικνύουν τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσά τους. Δεν πέρασε μάλιστα απαρατήρητο το γεγονός ότι μετά το Eurogroup της Πέμπτης, ο Τσακαλώτος εμφανίστηκε εκ νέου συγκρατημένος στις αντιδράσεις του, ενώ το Μαξίμου έσπευσε να πανηγυρίσει.

Εκρηκτικό διαμορφώνεται το κλίμα και μεταξύ υπουργών και κομματικών στελεχών και διόλου τυχαίο θεωρείται το ξέσπασμα βουλευτών κατά του Νίκου Κοτζιά, με αφορμή τις καταγγελίες για επαναπροωθήσεις Τούρκων στον Εβρο και την οργίλη απάντηση του υπουργού Εξωτερικών. Η υπόθεση φαίνεται μάλιστα πως θα έχει σύντομα συνέχεια, καθώς οι βουλευτές ζητούν εξηγήσεις μέσω του προεδρείου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας από τον υπουργό, ενώ πληροφορίες θέλουν την κίνηση των 53+ να θέτει ακόμη και ζήτημα παραμονής του Κοτζιά στην κυβέρνηση.
Η γραβάτα του… παιδιού
Ενα ακόμη λεπτό ζήτημα αποτελούν οι σχέσεις με τον Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ, τους οποίους αρκετοί στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν με τη λογική της «αναγκαστικής συμβίωσης». Η… έμπνευση του υπουργού Εθνικής Αμυνας με το ανάρμοστο tweet για τη γραβάτα Τσίπρα μετά το Eurogroup –έστω κι αν ο ίδιος επιχείρησε να δικαιολογηθεί «δείχνοντας» ως υπεύθυνο το γιο του –αποτελεί ένα νέο επεισόδιο στην περίεργη σχέση των κυβερνητικών εταίρων. Θα πρέπει να αναγνωριστεί, ωστόσο, ότι σε κάθε κρίσιμη ψηφοφορία η Κοινοβουλευτική Ομάδα των ΑΝΕΛ εμφανίζεται «μπετόν αρμέ», κρατώντας τελικώς ζωντανό τον «γάμο».

Αλλά αν υπάρχει καπνός, άρα και φωτιά, έχει να κάνει με τον «ανεκπλήρωτο έρωτα» του ΣΥΡΙΖΑ με την Κεντροαριστερά και τη Σοσιαλδημοκρατία. Η προσέγγιση εξακολουθεί να ζυμώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τη συμμετοχή Τσίπρα ως παρατηρητή στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και τις αλλεπάλληλες ενθουσιώδεις τοποθετήσεις του Τζιάνι Πιτέλα, ωστόσο, στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, το σημείο επαφής όχι τόσο με το ΠΑΣΟΚ και τις λοιπές δυνάμεις της Κεντροαριστεράς όσο με τον κόσμο που ανήκει στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, είναι ανύπαρκτο.

Με αφορμή, εξάλλου, τα σενάρια ανασχηματισμού, πακέτο πάνε και τα σενάρια για διεύρυνση του κυβερνητικού σχήματος με στελέχη του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς –κάτι που δεν συνέβη στην προηγούμενη αναδόμηση. Ενα από τα ονόματα που έχουν συζητηθεί έντονα, για παράδειγμα, είναι αυτό του Νίκου Χριστοδουλάκη, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να στελεχώσει το οικονομικό επιτελείο.
Επιφυλακτικοί σύμμαχοι
Σε κάθε περίπτωση, οι τελευταίες εξελίξεις φαίνεται να δημιουργούν νέα δεδομένα και για την εμπιστοσύνη των εταίρων απέναντι στην κυβέρνηση και προσωπικά τον Πρωθυπουργό. Παρά τις διακηρύξεις του Μαξίμου για ισχυρές συμμαχίες, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε στη σύνοδο του Eurogroup. Αντιθέτως, τα μηνύματα που εξαρχής έλαβε από τους εταίρους απέναντι στην επιδίωξη για παραπομπή του χρέους σε Σύνοδο Κορυφής, ήταν αρνητικά. Ακόμη και από τον Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος, παρά την επίσκεψη Λεμέρ στην Αθήνα και την πρόταση για ρήτρα ανάπτυξης, διαμήνυσε στον Τσίπρα ότι το αίτημα για Σύνοδο Κορυφής δεν ήταν πρόσφορο για λύση.

Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για δυσπιστία, αλλά περισσότερο για επιφυλακτικότητα, ουδόλως αμέτοχη ευθυνών είναι η ελληνική πλευρά γι’ αυτή την εξέλιξη. Ο συνολικός σχεδιασμός της, για παράδειγμα, στο θέμα του χρέους και η τακτική των παλινδρομήσεων που ακολουθήθηκε, από το «too good to be true» του Αλέξη Τσίπρα έως τη βεντέτα με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, την απαισιοδοξία για λύση και ξανά τα μηνύματα για «λευκό καπνό» από το Eurogroup, μάλλον «ζάλισαν» τους εταίρους παρά προσέφεραν πόντους στην κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό.