Στην ντουλάπα –τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2018 –μένει η γραβάτα που προβάριζε ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος δεν έδειξε πάντως να χάνει το κέφι του. «Στο τέλος κερδίζουν οι καλοί» ήταν το λακωνικό σχόλιό του όταν ρωτήθηκε στη Θεσσαλονίκη για την –εν εξελίξει, εκείνη την ώρα –σύνοδο του Eurogroup. Χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίσει εάν οι «καλοί» στο φινάλε ήταν οι εταίροι ή εμείς…
Το βέβαιο είναι ότι η συνολική συμφωνία που επιδίωκε η κυβέρνηση στο ξεκίνημα της διαδρομής χάθηκε στην πορεία, αφού ο μόνος στόχος που επετεύχθη είναι η εκταμίευση της δόσης και αντιθέτως χρέος και ποσοτική χαλάρωση παραμένουν στον αέρα, ενώ η επιτροπεία παρατείνεται ώς το μακρινό 2060. Μολαταύτα, στην κυβέρνηση απορρίπτουν τις αιτιάσεις περί συμβιβασμού και μιλούν για «καθαρή βελτίωση της πρότασης του Μαΐου», εστιάζοντας στην υψηλότερη από τα προβλεπόμενα δόση και τις λεκτικές διατυπώσεις για το χρέος –ειδικά τη ρήτρα ανάπτυξης που έχει το «άρωμα» της γαλλικής πρότασης. «Τώρα υπάρχει φως στο τούνελ» δήλωσε χαρακτηριστικά από το Λουξεμβούργο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
«Η ελληνική πλευρά πήρε αυτά που ήθελε. Υπήρξαν ριζικές αλλαγές σε σχέση με την απόφαση του Eurogroup της 22ας Μαΐου» έλεγαν αργά τη νύχτα κυβερνητικές πηγές, χαρακτηρίζοντας ως κυριότερο σημείο της απόφασης τη «δέσμευση του Eurogroup ότι θα υποστηριχθεί η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές και η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος, με τη δημιουργία, μάλιστα, ενός σημαντικού αποθέματος ρευστότητας». Εστίαζαν επίσης στις αναπτυξιακές δράσεις και την αποδοχή του αιτήματος για ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας, ενώ εκτιμούσαν πως «υπήρξε θετική εκτίμηση του ΔΝΤ σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους, σε αντίθεση με την εκτίμηση της 22ας Μαΐου, όπου το ΔΝΤ θεωρούσε ότι το ελληνικό χρέος δεν βρίσκεται σε τροχιά βιωσιμότητας».
ΛΕΥΚΟΣ ΚΑΠΝΟΣ. Οι διαθέσεις υποχώρησης είχαν φανεί από νωρίς το πρωί, όταν μέσω διαρροών κυβερνητικός παράγοντας έκανε λόγο για «λευκό καπνό» στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης και εγκαταλείφθηκαν οι επαναστατικές κορόνες των τελευταίων ημερών. Σημαντικό ρόλο στην αλλαγή στάσης φαίνεται πως έπαιξαν τα τελευταία τηλεφωνήματα του Πρωθυπουργού σε ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους, κατά τα οποία ο Αλέξης Τσίπρας έλαβε –για μία ακόμη φορά –το καθαρό μήνυμα πως δεν υπάρχει περιθώριο επίλυσης του ελληνικού ζητήματος σε Σύνοδο Κορυφής.
Ετσι, η συνειδητοποίηση πως το Eurogroup ήταν τελευταία ευκαιρία για την Ελλάδα οδήγησε στον τελικό συμβιβασμό και ακύρωσε τις πολεμικού χαρακτήρα διαρροές κατά της γερμανικής στάσης και ιδίως του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, καθώς και την «απειλή» για Σύνοδο Κορυφής. Τις απαντήσεις για το τι άλλαξε στο ενδιάμεσο δίνουν μεν οι τηλεφωνικές επαφές Τσίπρα και το περιεχόμενό τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν επιβεβαιώνεται η υποψία πως η κυβέρνηση επέλεξε την ύστατη στιγμή τη δραματοποίηση της διαπραγμάτευσης και την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ως επικοινωνιακό τρικ, προκειμένου να παρουσιάσει εαυτόν ως νικητή στην κοινή γνώμη.
Προς την κατεύθυνση αυτή, άλλωστε, έδειξε και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος δεν δίστασε να δηλώσει πριν από την έναρξη του Eurogroup πως «είχαμε βρει λύση στο ελληνικό ζήτημα, αλλά οι Ελληνες ζήτησαν τρεις εβδομάδες προθεσμία για επικοινωνιακούς λόγους», δίνοντας έτσι συνέχεια στη βεντέτα που έχει ανοίξει ανάμεσα στον ίδιο και το Μαξίμου.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΗΧΗ. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση περνάει κάτω από τον πήχη που η ίδια έβαλε υψηλότερα απ’ όσο πραγματικά μπορούσε να φτάσει, επιτυγχάνοντας μόνον την ολοκλήρωση μιας αξιολόγησης που σερνόταν από το περασμένο φθινόπωρο και την αποδέσμευση της δόσης λίγες μόνον εβδομάδες πριν οι δανειακές υποχρεώσεις του Δημοσίου καταστούν πιεστικές. Η «βαλίτσα με πολλά λεφτά» που κατά τον σλοβάκο συνάδελφό του πήρε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θα επιστραφεί… άθικτη στην ΕΚΤ πλην ενός μικρού ποσού, το οποίο θα διατεθεί για την κάλυψη μέρους των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες και προμηθευτές.
Οσο για το χρέος; Τα σπουδαία παραπέμπονται μετά το τέλος του προγράμματος, δηλαδή το καλοκαίρι του 2018. Και σε ό,τι αφορά τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα επιβεβαιώνεται το πλάνο που είχε παρουσιαστεί στο Eurogroup του Μαΐου και είχε τότε απορριφθεί από την Ελλάδα, δεσμεύοντας τη χώρα με στόχο 3,5% ώς το 2022 και 2% από το 2023 και για τα επόμενα 37 χρόνια. Με βάση τα παραπάνω, απομακρύνεται –τουλάχιστον άμεσα –ο στόχος της κυβέρνησης για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE).
Σε μια προσπάθεια τόνωσης του ηθικού στο εσωτερικό, ο Πρωθυπουργός, από τη Θεσσαλονίκη και την τριμερή συνδιάσκεψη Ελλάδας, Ισραήλ και Κύπρου, τόνισε χαρακτηριστικά πως «ηΕλλάδα εξέρχεται σταδιακά από την κρίση». Επίσης, επιχείρησε να σκιαγραφήσει τις κυβερνητικές προτεραιότητες της επόμενης μέρας στον τομέα της οικονομίας, με έμφαση στις επενδύσεις και την ανάπτυξη.