Η διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους από το 2010 μέχρι σήμερα γίνεται βάσει του τι είναι πολιτικά εφικτό για τους δανειστές και τι εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους αφορά το πώς η αναδιάρθρωση των δανειακών απαιτήσεων των δανειστών θα επηρεάσει το δικό τους μακροχρόνιο όφελος/υποθετικό κόστος, και δεν αφορά το αν η αναδιάρθρωση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας οδηγεί σε βιώσιμη εξυπηρέτησή τους σε βραχυμεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Δυστυχώς, η αγνόηση αυτής της παραμέτρου καθιστά το κυρίαρχο αφήγημα της κυβέρνησης για την έξοδο της οικονομίας από την κρίση μη βιώσιμο. Η πρόσφατη συμφωνία στο Eurogroup θα έπρεπε να μας δημιουργεί τουλάχιστον προβληματισμό και να μην είναι ακόμη μία αφορμή για επικοινωνιακή εκμετάλλευση.
Οι δανειστές χρησιμοποιούν πλέον ως κριτήριο αξιολόγησης της βιωσιμότητας του χρέους τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της χώρας, οι οποίες δεν θα πρέπει μεσοπρόθεσμα να ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ. Το κριτήριο αυτό είναι μια πολιτική επιλογή του ΔΝΤ, δεν έχει καμία θεωρητική θεμελίωση. Το γεγονός ότι προσδιορίζει τα όρια της συζήτησης για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους δεν σημαίνει ότι είναι το κατάλληλο μέγεθος για τον ρόλο αυτό. Να θυμίσω ότι μόλις πριν από πολύ λίγα χρόνια ως κριτήριο αξιολόγησης της βιωσιμότητας του χρέους το ΔΝΤ χρησιμοποιούσε τον λόγο του ακαθάριστου χρέους στο ΑΕΠ.
Το κριτήριο των ακαθάριστων δανειακών αναγκών είναι χρήσιμο για τους δανειστές γιατί εκτιμά το μέγεθος της χρηματοδοτικής τους ανάμειξης στο ελληνικό πρόβλημα. Θα μπορούσε επίσης να είναι χρήσιμο ως ένα όριο μόχλευσης του δημοσίου χρέους. Ωστόσο, η βιωσιμότητα του χρέους και ειδικά μιας οικονομίας που είναι σε κρίση χρέους εξαρτάται από τη δυναμική των μεγεθών που προσδιορίζουν τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες. Με άλλα λόγια, μπορεί η Ελλάδα να κινείται πολύ κάτω από το όριο του 15% και να μην μπορεί να αναχρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της.
Ενα υποθετικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το εξής: το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι στο 2% του ΑΕΠ, οι τόκοι στο 3% και τα χρεολύσια στο 5% και η οικονομία να τρέχει με ήπιους ρυθμούς μεγέθυνσης. Σύμφωνα με το κριτήριο των ακαθάριστων δανειακών αναγκών, το χρέος θα θεωρείται βιώσιμο. Θα ήταν όμως πράγματι αυτή μια βιώσιμη δημοσιονομική κατάσταση; Οι υποχρεώσεις της χώρας θα ήταν εξυπηρετήσιμες; Η κεφαλαιοποίηση των τόκων που δεν θα καλύπτονταν από το πλεόνασμα θα οδηγούσε σε σωρευτική αύξηση των δανειακών υποχρεώσεων. Επιπλέον, η έξοδος της χώρας στις αγορές θα δημιουργούσε σωρευτικά μια νέα δομή χρέους υψηλότερου κόστους που θα επιτάχυνε την απόκλιση μεταξύ τόκων και πρωτογενούς πλεονάσματος και θα αύξανε τον ρυθμό κεφαλαιοποίησης των τόκων, συνεπώς και των χρεολυσίων. Εάν οι ιδιώτες επενδυτές γνώριζαν ότι η επιστροφή των χρημάτων τους θα εξαρτάται από τον δικό τους νέο δανεισμό προς τη χώρα, θα τη θεωρούσαν φερέγγυα και αξιόπιστη;
Υπάρχει όμως και μια άλλη εξίσου σημαντική διάσταση. Η βασική κριτική που γίνεται στις αγορές είναι ότι επιβάλλουν δημοσιονομική πειθαρχία στις χώρες που δανείζουν. Παίζουν κερδοσκοπικά, γιατί αυτή είναι η φύση τους, δανείζουν με υψηλό κόστος και επιβάλλουν δημοσιονομική πειθαρχία και προσαρμογή, καθώς τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι αναγκαία για να αποφευχθεί μια αύξηση του ρίσκου χρεοκοπίας που θα οδηγούσε την οικονομία σε κρίση αναχρηματοδότησης του χρέους της.
Ας αξιολογήσουμε τώρα με πραγματισμό το κυρίαρχο αφήγημα. Δεδομένων των ακαθάριστων δανειακών αναγκών μας, θέλουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές έτσι ώστε να βγούμε από τα Μνημόνια και την επιτροπεία. Το κριτήριο των ακαθάριστων δανειακών αναγκών μας επιτρέπει να συσσωρεύουμε νέες υποχρεώσεις προς τους ιδιώτες επενδυτές εφόσον είμαστε κάτω από το όριο του 15%. Η αναδιάρθρωση των δανειακών απαιτήσεων των θεσμών ανάλογα με τη μεταβολή του ΑΕΠ πρακτικά, και σκόπιμα, επιτρέπει τον μετασχηματισμό της σημερινής διάρθρωσης του χρέους, επιτρέποντας τη σωρευτική αύξηση των δανειακών υποχρεώσεών μας προς τις αγορές. Δηλαδή, θα μειώνεται το χρέος μας προς τους θεσμούς και θα αυξάνεται η αναχρηματοδοτική μας εξάρτηση από τους ιδιώτες επενδυτές. Η δημοσιονομική διαχείριση θα επιβάλλει να επιδιώκουμε είτε μόνοι μας είτε κάτω από την τότε πίεση των θεσμών, που θα θέλουν να αποφύγουν μια νέα χρηματοδοτική ανάμειξή τους ή για να έχουν νέα ανάμειξη, υψηλότερα πλεονάσματα. Η διαφορά με τη σημερινή κατάσταση θα είναι ότι η λιτότητα δεν θα επιβάλλεται (ίσως μόνο) μέσω προγραμμάτων προσαρμογής αλλά (και) μέσω της πίεσης των αγορών.
Είναι αυτό αφήγημα βιώσιμης αισιοδοξίας και εξόδου της χώρας από την οικονομική κρίση και την παγίδα χρέους; Η άποψή μου είναι ότι το κριτήριο των δανειστών για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι μια παγίδα που σε συνδυασμό με την έξοδο της χώρας για δανεισμό στις αγορές, ειδικά όταν δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, είναι πιθανό να εγκλωβίσει την οικονομία σύντομα σε μη κοινωνικά και αναπτυξιακά βιώσιμα εξυπηρετήσιμες υποχρεώσεις. Η Ελλάδα απέτυχε, εξαιτίας της πολιτικής της κουλτούρας, να κάνει τη δική της έκθεση βιωσιμότητας του χρέους της και τη δική της πρόταση εξόδου από την κρίση και με αξιοπιστία να τις διαπραγματευτεί. Παραδομένη πλέον στις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα των δανειστών, απλά περιμένει κάθε φορά να της πουν το οικονομικό και κοινωνικό κόστος που θα αναλάβει. Ο σχεδιασμός των δανειστών για τη διαχείριση του χρέους μας υποκρύπτει μακροχρόνιο εγκλωβισμό της χώρας στις παγίδες χρέους και λιτότητας. Η συμφωνία του Eurogroup τις 15ης Ιουνίου αποκαλύπτει ότι η κύρια επιδίωξη των δανειστών είναι το πρόβλημα να μετακινηθεί ελεγχόμενα κάτω από το χαλί της επιτροπείας για τις επόμενες δεκαετίες.
Ο Γιώργος Αργείτης είναι καθηγητής του ΕΚΠΑ και επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ