Η διάκριση των εξουσιών είναι εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη όχι μόνο για τη λειτουργικότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά για την ίδια του την ύπαρξη. Δημοκρατία, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή τη βασική αρχή που κληροδότησε στην ανθρωπότητα ο Μοντεσκιέ. Η σημασία της δεν διατυπώθηκε απλώς στην πολιτική θεωρία, διαπιστώνεται συνεχώς και στην πράξη.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μελών της κυβέρνησης που συγχέουν τα καθήκοντά τους με αυτά άλλων εξουσιών. Υπουργοί υποδύονται τους εισαγγελείς ή τους ανακριτές, διαμεσολαβούν κατά δήλωσή τους ανάμεσα σε υπόδικους και Αρχές, διατυπώνουν συμπεράσματα για υποθέσεις που εκκρεμούν ή έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη προδικάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις αποφάσεις των καθ’ ύλην αρμοδίων και επηρεάζοντας ουσιαστικά τη δικανική τους κρίση. Είναι αποκαρδιωτική αυτή η εικόνα και δεν συνάδει με ένα κράτος που θέλει να ανήκει στη δημοκρατική οικογένεια και του οποίου η κοινωνία αγωνίστηκε στο παρελθόν για την κατάκτηση των δημοκρατικών κεκτημένων της, μεταξύ των οποίων η διάκριση των εξουσιών καταλαμβάνει ασφαλώς πρωτεύουσα θέση.
Τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και στελέχη της κυβέρνησής του είχαν δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο ότι η ανάληψη της διακυβέρνησης δεν αρκεί για την κατάληψη της εξουσίας. Αυτή ήταν η θεωρία. Τα συμπτώματα καθεστωτισμού που πυκνώνουν επικίνδυνα το τελευταίο διάστημα δείχνουν τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια αντίληψη στην πράξη. Και θυμίζουν ότι στη δημοκρατία τίποτε δεν είναι κεκτημένο.