Τα τελευταία χρόνια, ήταν μια σκιά του εαυτού του. Οι Γερμανοί είχαν συνηθίσει να βλέπουν έναν άνθρωπο παραιτημένο, καθηλωμένο σε αναπηρική καρέκλα, παγιδευμένο σε μια πολυετή δικαστική διαμάχη με τον δημοσιογράφο που τον είχε βοηθήσει να γράψει τα απομνημονεύματά του και στη συνέχεια δημοσίευσε κάποιες συνομιλίες, τις οποίες ο ίδιος ήθελε να παραμείνουν μυστικές. Είχαν ξεχάσει, έτσι, το ουσιώδες: ότι στον άνθρωπο αυτό η Γερμανία χρωστά την ενοποίησή της.
Κι ήρθε ο θάνατος να αποκαταστήσει τα πράγματα, όπως έγραψε στο κύριο άρθρο της η «Monde». Την περασμένη Παρασκευή, ο Χέλμουτ Κολ εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο σε ηλικία 87 ετών. «Μεγάλο Γερμανό και μεγάλο Ευρωπαίο» τον χαρακτήρισε η Ανγκελα Μέρκελ, αναγνωρίζοντας ότι χωρίς εκείνον δεν θα ήταν ελεύθερος άνθρωπος σήμερα. «Εμείς οι Γερμανοί του χρωστάμε πολλά. Οταν ήρθε η ελευθερία της Ανατολής, ο Κολ ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση ακριβώς τη σωστή στιγμή. Και άδραξε την ιστορική ευκαιρία».
Εννέα χρόνια αργότερα, το 1998, ο Κολ θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τη γερμανική πολιτική σκηνή ύστερα από μια ταπεινωτική ήττα στις βουλευτικές εκλογές από τους Σοσιαλδημοκράτες του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Και έναν χρόνο μετά, θα υφίστατο μια δεύτερη ταπείνωση με την υπόθεση των «μαύρων ταμείων» του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, το οποίο είχε διευθύνει επί 25 χρόνια. Ποιος προέβη στις σχετικές αποκαλύψεις με ένα άρθρο στη «Frankfurter Allgemeine Zeitung», οδηγώντας στην έξοδο τόσο τον Κολ όσο και τον πιστό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε; Μια πολιτικός ονόματι Ανγκελα Μέρκελ! Για την οποία ο Κολ θα έλεγε σε εκείνες τις απόρρητες συζητήσεις πως όταν την έβαλε στην κυβέρνηση δεν ήξερε ούτε να τρώει με μαχαίρι και πιρούνι.
Αυτά όμως είναι δευτερεύοντα την ώρα του μεγάλου απολογισμού. Γιατί ο Χέλμουτ Κολ θα μείνει στην Ιστορία ως ο άνθρωπος που την κρίσιμη στιγμή, και με επιμονή του Φρανσουά Μιτεράν, αναγνώρισε οριστικά τη μεθοριακή γραμμή Οντερ – Νάισε, όπως είχε προκύψει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ταυτόχρονα έπεισε τους συμπατριώτες του να θυσιάσουν το μάρκο και να δεχθούν το ευρώ. Κατάφερε, δηλαδή, να κτίσει τη Γερμανία χωρίς να διαλύσει την Ευρώπη.
Ποιοι ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες που μέτρησαν εκείνη την περίοδο; Τους απαριθμεί ο ίδιος ο Κολ σε μια συνέντευξη που έδωσε τον Νοέμβριο του 2014 στην «El Pais». Πρώτα απ’ όλα, ήταν η απόφαση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να κρατήσει τα τανκς στους στρατώνες και να μην τα στείλει να πνίξουν στο αίμα τις ειρηνικές εξεγέρσεις των Ανατολικοευρωπαίων. Δεύτερον, ήταν το σχέδιο δέκα σημείων που παρουσίασε ο καγκελάριος στο Κοινοβούλιο στα τέλη Νοεμβρίου του 1989, τρεις εβδομάδες μετά την πτώση του Τείχους, όπου εξέθετε τον πολιτικό στόχο της γερμανικής ενοποίησης. Τρίτον, ήταν η στάση του αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους που υποστήριξε τη γερμανική ενοποίηση, υπό τον όρο η ενωμένη Γερμανία να είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Και, πάνω απ’ όλα, ήταν η λαχτάρα των Ανατολικογερμανών για την ελευθερία.
«Πιστέψτε με, έχω ζήσει πολλά» είπε σε εκείνη τη συνέντευξη. «Καλά και κακά. Χρειάστηκε να παλέψω πολύ. Κανείς δεν μου χάρισε τίποτα. Ξέρω για τι μιλάω. Και διατηρώ τη βαθιά πεποίθηση ότι μια ενωμένη Ευρώπη αποτελεί για όλους εμάς ζήτημα επιβίωσης. Η Ευρώπη είναι το πεπρωμένο μας. Ο στόχος μας πρέπει να είναι ένα σύστημα ενιαίο, δημοκρατικό, που θα βρίσκεται κοντά στον πολίτη και θα στηρίζεται σε μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
Την ώρα που αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, που η Γαλλία μόλις έχει εκλέξει έναν πρόεδρο ο οποίος υπόσχεται να «επανιδρύσει» την Ευρώπη και που η καγκελάριος Μέρκελ ενθαρρύνει τη Γηραιά Ηπειρο να πάρει την τύχη της στα χέρια της αφού δεν μπορεί να στηρίζεται πια στον αμερικανό σύμμαχό της, ο θάνατος του Χέλμουτ Κολ μας θυμίζει μια εποχή πλούσια σε διδάγματα. Μια εποχή, καταλήγει το κύριο άρθρο της «Monde», που αποδεικνύει ότι οι μεγάλες γεωπολιτικές αναταραχές μπορεί να αποτελέσουν πραγματικά ιστορικές ευκαιρίες για την Ευρώπη.