Πριν από αρκετά χρόνια η πνευματική κυρίως ανθρωπότητα έμεινε κατάπληκτη από την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας να απονείμει το βραβείο Νομπέλ στον Τσόρτσιλ! Πράγματι, το διαβόητο αυτό βραβείο, που συχνά μας έχει αιφνιδιάσει, είχε ξεπεράσει κάθε όριο αιφνιδιασμού βραβεύοντας τα απομνημονεύματα ενός πολιτικού άντρα. Οταν σκεφτεί κανείς πως σπάνια έχουν βραβευτεί αποκλειστικά έργα κριτικής, δοκιμιακός λόγος αλλά και ιστορικά έργα. Σκέφτομαι συχνά, αν το Νομπέλ υπήρχε στην αρχαιότητα, είναι πρόβλημα αν θα βραβεύονταν ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης ή ο Πλούταρχος, ενώ πιθανότατα θα βραβευόταν ο Ιππώναξ. Θα μου πείτε, βέβαια, πως το Νομπέλ απονέμει βραβείο Λογοτεχνίας και συνήθως η κριτική δεν θεωρείται καθαρή λογοτεχνία, έστω κι αν ανέδειξε συχνά μεγάλους στυλίστες. Είναι πάντως βέβαιο πως ο Σαρτρ και ο Καμί βραβεύτηκαν ως καθαροί λογοτέχνες κι όχι ως φιλόσοφοι ή δοκιμιογράφοι.
Η απόφαση του Νομπέλ να βραβεύσει τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, πέρα από το χιούμορ που περιείχε, δεν ήταν εξωφρενική. Με τρόπο που θύμιζε τη «λύση» που έδωσε στο Γόρδιο ο Αλέξανδρος, κόβοντας με το σπαθί τον κόμπο αντί να τον λύσει, η Ακαδημία κατέτασσε τα απομνημονεύματα στη λογοτεχνία. Ισχυριζόταν πως σημασία δεν έχει από πού αντλείς το θέμα σου, τη φαντασία ή την ιστορία, στην ουσία το χειρίζεσαι ως βάση μιας μυθοπλασίας, μιας δηλαδή προσωπικής διαχείρισης ενός υλικού, όπου η μέθοδος είναι καθαρά υποκειμενική και κρίνεται μόνο και μόνο από τη δεξιοτεχνία στον χειρισμό των δεδομένων.
Αρα έκπληξη δεν θα ήταν να είχε πάρει το Νομπέλ Λογοτεχνίας και ο Ντε Γκολ για τα δικά του απομνημονεύματα.
Τι βραβεύεται γενικώς σε ένα λογοτεχνικό κείμενο; Κυρίως η χρήση της γλώσσας, η δεξιοτεχνία στη διαχείριση των δεδομένων και η πρωτοτυπία των χαρακτήρων και των συγκρούσεων. Πολύ σοφά ο Αριστοτέλης έκανε διάκριση ανάμεσα στη θέα ενός πτώματος κατακρεουργημένου και στον ζωγραφικό πίνακα με το ίδιο θέμα! Το πρώτο μπορεί να δημιουργήσει απέχθεια, αηδία, έμετο και το δεύτερο αισθητική αγαλλίαση και θαυμασμό.
Τι είπε λοιπόν εμμέσως το Νομπέλ βραβεύοντας τον Τσόρτσιλ. Είπε: «Δεν πιστεύω τίποτα απ’ ό,τι γράφεις ως γεγονότα και δεν τα θεωρώ ιστορικά ντοκουμέντα, είναι ένα υλικό λογοτεχνικής εκμετάλλευσης που ως γλώσσα, δομή, εξέλιξη, διαχείριση χαρακτήρων, καταγραφή ιδεών και συγκρούσεων ασκεί πάνω μας μια γοητεία, προκαλεί συγκίνηση, μας αναστατώνει ψυχικά, μας προβληματίζει πολιτικά και ηθικά, πιθανόν μας οξύνει την κριτική μας διάθεση, αλλά δεν είναι Ιστορία, καλύτερα είναι ένας αριστουργηματικός τρόπος να γίνει η Ιστορία μύθος και ο μύθος αισθητικό και πνευματικό κατόρθωμα». Γιατί; θα ρωτήσει ο καθένας. Διότι η Ιστορία, όπως μας τη δίδαξαν οι μεγάλοι ιστορικοί των αιώνων, είναι κυρίως διασταύρωση αιτίων, προθέσεων, στρατηγικών, τακτικών και σύγκρουση επιχειρημάτων, με σκοπό να βρει πίσω από την υποκειμενικότητα των στοιχείων μια κάποια αντικειμενική αλήθεια. Μια κάποια που μόνο με άλλη αντικειμενική προσέγγιση ανατρέπεται.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ. Αρα το απομνημόνευμα δεν είναι Ιστορία. Εχει και αυτό την αλήθεια του, αλλά είναι καθαρά υποκειμενική. Τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, του Κασομούλη, του Νικηταρά, του Μαυροκορδάτου και του Μακρυγιάννη είναι πολύτιμο υλικό, αλλά Ιστορία δεν είναι. Φαντάζεστε ένας ψυχαναλυτής που διαθέτει εκατοντάδες ώρες με μαγνητοσκοπημένες συνεδρίες του μ’ έναν επώνυμο ή μ’ έναν ανώνυμο Ελληνα να έγραφε ένα επιστημονικό έργο όπου θα δογμάτιζε αυθεντικά μ’ αυτό το περιορισμένο υλικό για τον ψυχισμό και τα σύνδρομα του Ελληνα εν γένει;
Αυτές οι σκέψεις έρχονται συνεχώς στον νου μου όταν καλούμαι να παρακολουθήσω μια παράσταση με υλικό αντλημένο από ένα απομνημόνευμα.
Το διασημότερο πάντως και συνεχώς ανατροφοδοτούμενο είναι τα «Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη». Από την πρώτη χρονιά που ο Βλαχογιάννης δημοσίευσε τα χειρόγραφα του αγράμματου Στρατηγού, στις αρχές του 20ού αιώνα, πέρα από τις διάφορες αμφισβητήσεις για τη γνησιότητά τους (πράγμα που σήμερα δεν με αφορά) η ιστορική και λογοτεχνική κριτικογραφία κινούνται ανάμεσα σε δύο πόλους: τον λογοτεχνικό και τον ιστορικό. Τι είναι τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού; Ιστορικό ντοκουμέντο ή άσκηση, ασυνείδητη, ύφους κυρίως γλωσσικού; Και, αλλιώς, πρόκειται για ντοκουμέντο ήθους ή ύφους;
Κάνω μια στάση για να δηλώσω ένα προσωπικό αδιέξοδο ως παλαιός αναγνώστης των «Απομνημονευμάτων». Ο Μακρυγιάννης ορίζει κάπου την ψυχή «ως το αμανάτι του Θεού» (αμανάτι = ενέχυρο). Πρόκειται για μια κυνική ηθική ή μια ιδιοφυή μεταφορά. Αν σκεφτεί κανείς όμως πως μετά την Επανάσταση ο Μακρυγιάννης βιοποριζόταν ως τοκογλύφος, ποια απάντηση θα δίναμε στο δίλημμα;
Στην ουσία όμως πρόκειται για μια τελείως προσωπική, υποκειμενική ανάγνωση της Ιστορίας.
Η γενιά του ’30 και ο Θεοτοκάς πρώτος και ο Σεφέρης καθοριστικά, αλλά και οι νεότεροι (π.χ. ο Δάλλας) σε μια εποχή που κυριάρχησαν θεωρίες για τη λαϊκότητα, την παράδοση και την «ασπούδαχτη» τέχνη (Καραγκιόζης, Θεόφιλος, Βαμβακάρης, λαϊκή αρχιτεκτονική, οι χαλκιάδες του ηπειρώτικου κλαρίνου κ.τ.λ.) αποθέωσαν το «ύφος», το απελέκητο γραπτό του Μακρυγιάννη. Από την άλλη η Αριστερά στάθηκε στο ιστορικό ντοκουμέντο και στην ταξική καταγωγή των αγωνιστών και των Φαναριωτών καθιστώντας τον Μακρυγιάννη λαϊκό «δικαστή» και εγγύηση δημοκρατικότητας (επανάσταση 3ης Σεπτεμβρίου).
Για να μιλήσω με κείμενα των δύο παρατάξεων α) το δοκίμιο του Σεφέρη γραμμένο στην εξορία στην Αίγυπτο και β) το θεατρικό έργο του Δ. Φωτιάδη που ανέβασε ο Κατράκης μόλις γύρισε από την άλλη εξορία.
Πριν από λίγα χρόνια ο Καλαβρούζος είχε περιηγηθεί την Ελλάδα αποδίδοντας κομμάτια από τα «Απομνημονεύματα». Θυμάμαι ότι τον συνέστησα στον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γκαργκάνα και απήγγειλε τον «Μακρυγιάννη» στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στους υπαλλήλους της τράπεζας με πρόλογο δικό μου. Τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού έχουν διδαχθεί δημόσια από διάφορους καλλιτέχνες με τα δύο κριτήρια, του ήθους και του ύφους.
Τώρα στο θέατρο Βαφείο για λίγες παραστάσεις απέδωσε χαρακτηριστικά αποσπάσματα ο Θανάσης Σαράντος. Εμεινε σε σελίδες που έχουν να κάνουν με τον ξορκισμό από τον αγωνιστή του διχασμού ως πάγιας κατάρας του Γένους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο Στρατηγός ήταν πολιτικά απροκατάληπτος. Η προσωπική ματιά και τα ταξικά του συμφέροντα κυριαρχούν στις απόψεις του.
Αρα πρέπει να αντιμετωπίζουμε με κριτική διάθεση τους αφορισμούς του, σαν μία αλλά όχι απόλυτη αλήθεια.
Στο κομψό θεατράκι στον Βοτανικό ο Θανάσης Σαράντος «διάβασε» με ήθος, ύφος απέριττο, λαϊκό ρυθμό το απέριττο, λιτό, ωμό κείμενο.
Σκηνοθεσία, διασκευή, ερμηνεία, φωτισμοί, βίντεο:
Θανάσης Σαράντος
Μουσικός επί σκηνής:
Σύλβια Κουτρούλη
Σκηνική επιμέλεια:
Σάββας Σουρμελίδης
Μοντάζ βίντεο:
Ιωάννα Σπηλιοπούλου