Το καπρίτσιο για τον αθλητή λειτουργεί όπως το ISO για τις εταιρείες: αποτελεί πιστοποίηση του μεγέθους του άστρου του.
Για τους ποδοσφαιρικούς λαμπροείμονες, η οίηση ανταγωνίζεται την τέχνη της ντρίμπλας τους.
Τα τελεσίγραφα του Κριστιάνο Ρονάλντο προς τη Ρεάλ Μαδρίτης και το ισπανικό ποδόσφαιρο, επειδή ένιωσε θιγμένος που η ισπανική εφορία έκανε τη δουλειά της και ανακάλυψε φοροδιαφυγή ύψους 14,7 εκατ. ευρώ, δεν αποτελούν πρωτοτυπία. Το αντίθετο.
Του Πορτογάλου έχουν προηγηθεί πολλοί έλληνες αθλητές που βρέθηκαν στα ακροκέραμα των λαοφιλών ομάδων τους σε περιόδους παράφορων ενθουσιασμών.
Θυμάμαι στη δεκαετία του ’80 ο κορυφαίος επιθετικός της εποχής έβρισκε κάθε καλοκαίρι και μια δικαιολογία για να μην αρχίζει με τους υπόλοιπους συμπαίκτες του την προετοιμασία για τη νέα σεζόν. Το ζητούμενο ωστόσο ήταν πάντοτε το ίδιο: η αύξηση των αποδοχών του.
Σημαία της ίδιας ομάδας με τον σπουδαίο επιθετικό ακολουθούσε την ίδια τακτική, η οποία αποδείχθηκε τόσο επιτυχημένη, ώστε επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο.
Και στο μπάσκετ όμως παρουσιάστηκαν τα ίδια φαινόμενα. Το μήνυμα του κορυφαίου παίκτη προς την ομάδα του ήταν σαφές: αν δεν μου δώσετε αυτά τα χρήματα, δεν κατεβαίνω στις προπονήσεις.
Ο φόβος μην καταλήξει ο παίκτης στην αντίπαλη ομάδα αλλά και οι πιέσεις του Τύπου και των φιλάθλων για να βρεθεί άμεσα λύση αποτελούσαν τα κρυφά όπλα των σχεδόν πάντα φίλαυτων νικητών. Φυσικά και του CR7.