Σχεδόν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκεται εκτεθειμένο σε κλιματικές συνθήκες που προκαλούν θανατηφόρους καύσωνες, εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.

Ακόμα, δε, κι αν μειωθούν δραστικά οι εκπομπές ρύπων, ο μισός πληθυσμός της γης θα βρίσκεται αντιμέτωπος με την αφόρητη ζέστη έως το τέλος του αιώνα μας.

«Οι επιλογές που έχουμε πλέον, όσον αφορά τους καύσωνες που μας απειλούν, είναι από κακές έως φρικτές», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Καμίλο Μόρα,επίκουρος καθηγητής Βιογεωγραφίας & Μακρο-οικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης.

Όπως εξήγησε, ήδη σε ορισμένες αμερικανικές πολιτείες οι θερμοκρασίες έχουν ξεπεράσει τους 45 βαθμούς (στο Φοίνιξ της Αριζόνα η θερμοκρασία έφτασε τη Δευτέρα τους 48,3 βαθμούς και στο Παλμ Σπρινγκς της Καλιφόρνια τους 46,6), ενώ η αμερικανική Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία (NWS) προειδοποίησε ότι η αφύσικη ζέστη «θα αυξήσει σημαντικά το ενδεχόμενο εκδήλωσης νοσημάτων εξαιτίας της».

Η έρευνα του δρος Μόρα και των συνεργατών του, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Climate Change, δείχνει ότι οι πιθανότητες που έχουμε να εκδηλώσουμε νοσήματα της ζέστης ή και να πεθάνουμε από αυτά, αυξάνονται σταθερά στον πλανήτη από τη δεκαετία του ’80.

Ήδη το σχεδόν 30% του παγκόσμιου πληθυσμού ζουν σε περιβάλλον στο οποίο επί τουλάχιστον 20 ημέρες τον χρόνο αναπτύσσονται θανατηφόρα υψηλές θερμοκρασίες.

Το αντίστοιχο ποσοστό το 2100 υπολογίζεται ότι θα έχει φθάσει στο 48%, ακόμη κι αν μειωθούν ραγδαία οι εκπομπές ρύπων. Αν όμως δεν μειωθούν καθόλου, τότε την ίδια χρονιά θα απειλείται από τη ζέστη το 75% των κατοίκων της Γης.

Οι ερευνητές βασίζουν τα συμπεράσματά τους στην ανάλυση 1.949 θανατηφόρων περιόδων καύσωνα που καταγράφηκαν σε 36 χώρες του κόσμου τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.

Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, οι καύσωνες αυτοί κόστισαν τη ζωή σε περισσότερους από 100.000 ανθρώπους, αλλά οι αληθινοί αριθμοί μάλλον είναι πολύ μεγαλύτεροι, διότι σε πολλές χώρες δεν υπάρχουν αξιόπιστα συστήματα καταγραφής, εκτιμούν οι επιστήμονες.

Εξετάζοντας τις θερμοκρασίες και τη υγρασία κατά τις περιόδους αυτές, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θάνατοι αρχίζουν ότι συνυπάρχει αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα με υψηλή θερμοκρασία, η οποία όμως είναι διαφορετική από λαό σε λαό.

«Έχουν καταγραφεί θάνατοι ακόμα και σε θερμοκρασίες 23 βαθμών, οι οποίες είναι υπερβολικά ψηλές για μερικούς λαούς», είπε ο δρ Μόρα. «Το κλειδί είναι η υγρασία, η οποία εμποδίζει την εξάτμιση του ιδρώτα, με συνέπεια να παγιδεύεται θερμότητα μέσα στο σώμα του ανθρώπου και να “βράζει” το θύμα εκ των έσω».

Ο δρ Μόρα πρόσθεσε ότι από τα νοσήματα της ζέστης κινδυνεύουν ιδιαιτέρως οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά, αλλά «τα στοιχεία μας δείχνουν ότι η ζέστη έχει σκοτώσει και στρατιώτες, αθλητές και άλλους, καθ’ όλα νέους και υγιείς ανθρώπους».