Τα ενθέματα σιλικόνης μπορεί να παρεμποδίζουν τη διενέργεια ορισμένων εξετάσεων που είναι απαραίτητες για τη διάγνωση ενός εμφράγματος, αναφέρουν επιστήμονες από το Μονακό.

Σε προγενέστερη μελέτη είχαν διαπιστώσει ότι τα εμφυτεύματα στήθους εμποδίζουν την απεικόνιση της καρδιάς με υπερηχογράφημα, επειδή οι υπέρηχοι δεν μπορούν να τα διαπεράσουν.

Τώρα, σε νέα μελέτη τους με 48 εθελόντριες ανακάλυψαν ότι και τα αποτελέσματα του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ECG) είναι συχνά αναξιόπιστα εξαιτίας τους.

Το ηλεκτροκαρδιογράφημα είναι μία από τις βασικές εξετάσεις διάγνωσης και παρακολούθησης των καρδιακών παθήσεων. Σε επείγουσα βάση διενεργείται όταν ένας ασθενής νιώθει πόνο στο στήθος ή άλλα συμπτώματα ύποπτα για έμφραγμα, ώστε να δώσει μια πρώτη εικόνα για την αιτία τους.

Η εξέταση γίνεται με τοποθέτηση στα χέρια, στα πόδια και στον θώρακα ηλεκτροδίων που ανιχνεύουν και καταγράφουν στο δέρμα τα ηλεκτρικά δυναμικά (ρεύματα) που προέρχονται από την καρδιά.

Η ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς τυπώνεται στη συνέχεια σε χαρτί και ογιατρός, ελέγχοντας την κυματομορφή των καρδιακών παλμών, βγάζει χρήσιμα συμπεράσματα για την υγεία της καρδιάς.

Όπως είπαν οι επιστήμονες του Μονακό στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιακού Ρυθμού (EHRA) Europace Cardiostim 2017, που διεξάγεται στη Βιέννη, οι εθελόντριές τους είχαν ηλικία 30 έως 49 ετών και δεν έπασχαν από καρδιολογικά προβλήματα.

Οι 28 από αυτές είχαν εμφυτεύματα στήθους και οι υπόλοιπες όχι.

Δύο καρδιολόγοι οι οποίοι ουδέποτε κατά το παρελθόν τις είχαν συναντήσει και οι οποίοι δεν γνώριζαν εάν έφεραν εμφυτεύματα στήθους ή όχι, κλήθηκαν να ερμηνεύσουν τα ηλεκτροκαρδιογραφήματα τα οποία τους έκαναν οι ερευνητές.

Στην ομάδα χωρίς εμφυτεύματα, ο ένας θεώρησε ως φυσιολογικά όλα τα ηλεκτροκαρδιογραφήματα, ενώ ο άλλος χαρακτήρισε ως παθολογικό ένα καρδιογράφημα (ποσοστό 5% του συνόλου).

Στην ομάδα με τα εμφυτεύματα, όμως, ο πρώτος ηλεκτροφυσιολόγος χαρακτήρισε ως παθολογικά το 38% των καρδιογραφημάτων και ο δεύτερος το 57%, με συνέπεια να συστήσουν επειγόντως σειρά πρόσθετων εξετάσεων οι οποίες -όπως ήταν αναμενόμενο- έδειξαν πως οι γυναίκες ήσαν απολύτως υγιείς.

Τα «παθολογικά» ευρήματα εντοπίστηκαν κυρίως σε δύο παραμέτρους του καρδιογραφήματος (στο επονομαζόμενο έπαρμα Τ και στο διάστημα ST) που αφήνουν υπόνοιες για καρδιοπάθεια και έμφραγμα αντιστοίχως.

Τα περισσότερα «παθολογικά» ευρήματα αφορούσαν το έπαρμα Τ, ενώ δεύτερα συχνότερα ήταν αυτά στο διάστημα ST.

«Η κύρια διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων των εθελοντριών μας ήταν τα εμφυτεύματα στήθους και γι’ αυτό πιστεύουμε ότι οι παθολογικές ενδείξεις στα καρδιογραφήματά τους οφείλονταν σε αυτά», είπε στο συνέδριο ο επικεφαλής ερευνητής δρ Sok-SithikunBun, καρδιολόγος στο Νοσοκομειακό Κέντρο Princesse Grace του Μονακό.

«Έχουμε δύο πιθανές εξηγήσεις για το πρόβλημα: είτε τα εμφυτεύματα δρουν ως φραγμός που εμποδίζει την διέλευση κάποιων καρδιακών σημάτων είτε επηρεάζουν τη θέση των ηλεκτροδίων, με συνέπεια να μην “πιάνουν” όλα τα καρδιακά σήματα.

»Ό,τι από τα δύο και αν συμβαίνει, μπορεί να είναι σοβαρό διότι αν μια γυναίκα όντως πάθει έμφραγμα, είναι πιθανό να μην γίνει σωστή διάγνωση, ενώ μια υγιής γυναίκα μπορεί να εκληφθεί λανθασμένα ως πάσχουσα από στεφανιαία νόσο, όπως έδειξε και η μελέτη μας».

Τί μπορούν να κάνουν οι γυναίκες; Ο δρ Bun συνέστησε ότι καλό θα ήταν πριν προχωρήσουν στην εμφύτευση να κάνουν ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα και ένα υπερηχογράφημα καρδιάς, τα οποία θα χρησιμεύσουν ως εξετάσεις-αναφοράς σε περίπτωση ανάγκης.

Απαραίτητο είναι, τέλος, όταν υποβάλλονται σε απεικονιστικές καρδιολογικές εξετάσεις να ενημερώνουν τον γιατρό ότι έχουν εμφυτεύματα στήθους.