Οι περισσότεροι το αντιμετώπισαν ελαφρώς σοκαρισμένοι. Επειτα από μια τιτάνια καριέρα στον κινηματογράφο και με τρία Οσκαρ στο τσεπάκι του, ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις ανακοίνωσε διά της εκπρόσωπου του πως αποσύρεται από την υποκριτική. Λες και δεν είχε ούτως ή άλλως αποτραβηχθεί χρόνια τώρα, λες και οι εμφανίσεις του δεν ήταν εξαιρετικά σποραδικές, λες και δεν εργαζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ως… σχεδιαστής παπουτσιών στην Ιταλία. Το «κλου» της υπόθεσης βέβαια είναι πως ο 60χρονος Βρετανός δεν αιτιολόγησε την απόφασή του, αναφέροντας απλώς ότι ο λόγος είναι προσωπικός. «Ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις δεν θα εργάζεται πλέον ως ηθοποιός» είπε η εκπρόσωπός του Λέσλι Νταρτ, ενώ δεν ξέχασε να προσθέσει πως «είναι ιδιαίτερα ευγνώμων για όλους τους συνεργάτες του και το κοινό του όλα αυτά τα χρόνια» και τόνισε πως δεν θα υπάρξουν άλλες δηλώσεις.
Ας μην ξεχνάμε όμως πως πρωταγωνιστεί σε άλλη μία ταινία που αναμένεται στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Δεκέμβριο, τη «Phantom Thread», που στο επίκεντρό της έχει τον κόσμο της μόδας του Λονδίνου τη δεκαετία του ’50 και φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Πολ Τόμας Αντερσον –μαζί γύρισαν το «Θα χυθεί αίμα» το 2007, φιλμ που χάρισε στον ηθοποιό το ένα από τα τρία αγαλματάκια του. Το τελευταίο του Οσκαρ το κέρδισε το 2013, όταν ενσάρκωσε τον Λίνκολν στην ομώνυμη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ενώ το πρώτο το κέρδισε το 1989 για το φιλμ «Το αριστερό μου πόδι» του Τζιμ Σέρινταν (με τον οποίο θα φιλμάρει, χρόνια μετά, το «Εις το όνομα του Πατρός» και το «Boxer»). Δεν είναι πάντως λίγοι εκείνοι που μιλούν για διαφημιστικό κόλπο (η σύζυγός του Ρεμπέκα Μίλερ είναι εξαιρετική publicist ούτως ή άλλως), ανάλογο με εκείνο που επιτέλεσε αμέσως μετά το «Boxer»: πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια μέχρι την επιστροφή του ηθοποιού στο προσκήνιο με τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» του Μάρτιν Σκορσέζε το 2002 και το μισό hype πήγε στον πρωταγωνιστή (και το άλλο μισό στον σκηνοθέτη, βεβαίως).
Σκεφτείτε και το άλλο: Ισχύει πραγματικά αυτό που πολλοί κουβεντιάζουν για σεναριακή λειψυδρία; Μα ένας ηθοποιός του διαμετρήματος του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις δεν έχει στην πραγματικότητα τέτοια προβλήματα. Αρκεί να πει στον ατζέντη του «θέλω να παίξω τον Ναπολέοντα» και κάποιος θα βρεθεί να γράψει ένα σενάριο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του –το Χόλιγουντ πεθαίνει για τέτοιους σταρ που είναι από μόνοι τους ικανοί να γεμίσουν τις αίθουσες αλλά και να τους επικυρώσουν ένα κάποιο πρεστίζ. Ειλικρινά, θα ξεπερνούσε το «Λίνκολν» τα 300 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις αν τον πρόεδρο των ΗΠΑ ενσάρκωνε ο Τομ Κρουζ ή ο Μπραντ Πιτ; Οχι! Γιατί το κοινό δεν μπορεί να δεχθεί αυτούς τους –ικανούς, είναι η αλήθεια –ηθοποιούς σε τόσο αβανταδόρικους ρόλους. Θέλει τον Τομ Κρουζ να τρέχει και τον Ντάνιελ Ντέι-Λιούις να ερμηνεύει. Καλώς ή κακώς, έτσι έχουν τα πράγματα.
Περί αποσύρσεων. Δεν ισχύει βέβαια το ίδιο για όλους: ο Σον Κόνερι εγκατέλειψε την υποκριτική μάλλον άδοξα, μετά δηλαδή την έξοδο του «League of Extraordinary Gentlemen», μιας κόμικ μεταφοράς πριν αυτές γίνουν της μόδας, που έγινε (και) με δικά του λεφτά το 2003. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν τόσο απογοητευτικό, που ώθησε τον ηθοποιό να τα παρατήσει μία ώρα αρχύτερα. Από την υποκριτική έχει επίσης αποτραβηχθεί και ο Τζακ Νίκολσον που γύρισε την τελευταία του ταινία με τίτλο «How Do You Know», σε σκηνοθεσία Αλμπερτ Μπρουκς, το 2010. Δήλωσε μάλιστα πως εγκαταλείπει γιατί η μνήμη του δεν τον βοηθάει πια. Κι όμως, πρόσφατα ανακοίνωσε πως θα επιστρέψει στα πλατό για το ριμέικ του «Τόνι Ερντμαν», της γερμανικής κωμωδίας που παρουσίασε η Μάρεν Αντε το 2016 και έφυγε με αποθεωτικές κριτικές και χωρίς βραβεία (πολλοί τότε μίλησαν για «σκάνδαλο»). Επίσης, η απόσυρση από τις κινηματογραφικές οθόνες δεν μεταφράζεται πάντα σε απραγία –μόνο εμείς, οι φανατικοί κινηματογραφόφιλοι, σκεφτόμαστε έτσι, είναι η αλήθεια. Πάρτε για παράδειγμα τον γίγαντα Τζιν Χάκμαν, έναν από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς που έβγαλε ποτέ η αμερικανική κινηματογραφία, με ρόλους δυνατούς σε άπειρα αριστουργήματα. Ε, μετά το χλιαρό «Welcome to Mooseport» του 2004, ο Χάκμαν το έριξε στη συγγραφή βιβλίων και μυθιστορημάτων με ιστορικό περιεχόμενο. Σου λέει, πρώτα το Οσκαρ, μετά το Πούλιτζερ –σημασία έχει να συνεχίζεις την προσπάθεια. Το σπορ αυτό πάντως κρατάει από παλιά: μία από τις πρώτες διδάξασες ήταν η μυθική Γκρέτα Γκάρμπο που, ενώ πέρασε ανέπαφα από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο (ένας πραγματικός άθλος, μιας και έτσι, πάνω σε αυτή την αλλαγή, κάηκαν οι καριέρες πολλών σταρ –ανάμεσα σε αυτούς και ο Μπάστερ Κίτον), αποφάσισε πως «μπούχτισε» με το σελιλόιντ και είπε «αντίο» το 1941 με τη «Διπρόσωπη γυναίκα». Και όταν λέμε «αντίο», το εννοούμε: η Ακαδημία τής απένειμε ένα τιμητικό Οσκαρ το 1955 και εκείνη δεν πέρασε ούτε απέξω!
Τέλος, κρατάμε και την περίπτωση της… καζούρας. Σαν αυτή που μας έστησε ο Χοακίν Φίνιξ όταν ανακοίνωσε πως εγκαταλείπει την υποκριτική για να ακολουθήσει καριέρα στο χιπ-χοπ, κάτι που τελικά απεδείχθη «πλάνη», πάνω στην οποία στήθηκε το παράξενο φιλμ «Είμαι ακόμα εδώ» που σκηνοθέτησε υπό τη μορφή δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ ο Κέισι Αφλεκ. Περιπτωσάρα, που λένε. Εχουμε και τον Κουέντιν Ταραντίνο, σκηνοθέτη μεν, που όμως δηλώνει πως θα γυρίσει άλλες δύο ταινίες και μετά τέλος!
Το σίγουρο είναι πως το «Phantom Thread» αναμένεται να κυκλοφορήσει τα Χριστούγεννα στις ΗΠΑ (και σε ευρύτερο κύκλωμα αιθουσών μέσα στον Ιανουάριο του 2018). Οι αίθουσες θα γεμίσουν στα σίγουρα –ποιος δεν θα θελήσει να δει την «τελευταία ταινία του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις»; Μέχρι τότε, βλέπουμε…