Τώρα που κατακάθησε για λίγο ο κουρνιαχτός από το τελευταίο –ώς το επόμενο –επεισόδιο της αέναης διαπραγμάτευσης, ας επιχειρήσουμε να δούμε ψύχραιμα τι έγινε, πού βρισκόμαστε και πού οδεύουμε.
Το πολύμηνο επεισόδιο είχε δύο θετικές –με την έννοια της αποφυγής της καταστροφής –εξελίξεις. Πρώτον ολοκληρώθηκε –με μεγάλη, πολλαπλά τραυματική και αποκλειστικά για επικοινωνιακούς λόγους καθυστέρηση –η συγκεκριμένη φάση της αξιολόγησης και συμφωνήθηκε η εκταμίευση της δόσης που θα κρατήσει τη χώρα ζωντανή ώς το τέλος της χρονιάς. Το τίμημα όμως που πλήρωσε η κυβέρνηση για την παραμονή της στην εξουσία ήταν η ταπείνωση: ακόμα και αυτή η εντελώς φυσιολογική εκταμίευση έγινε με δόσεις (η μετά το καλοκαίρι μάλιστα και υπό προϋποθέσεις), υπό τη δαμόκλειο σπάθη της εντελώς αντίθετης στο δίκαιο απαίτησης να εγκαταλειφθεί η δίωξη κατά των τριών ξένων ειδικών για τη συμμετοχή τους στο ΤΑΙΠΕΔ και αφού προηγουμένως έγινε κατεπείγουσα συμπληρωματική νομοθέτηση μέτρων λιτότητας.
Το δεύτερο κέρδος ήταν η λίγο μεγαλύτερη λήψη υπόψη του παράγοντα «ανάπτυξη». Βέβαια η δήθεν γαλλική πρόταση για «ρήτρα ανάπτυξης» δεν έχει καμία ουσία, μιας και αυτό που συμφωνήθηκε, ότι δηλαδή οι πραγματικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας θα λαμβάνονται υπόψη για επιμέρους αναπροσαρμογές του ρυθμού των συμφωνημένων μέτρων, αποτελεί ταυτολογία, αφού αυτά τα μέτρα έχουν ορίζοντα το 2060 και μόνο ένας μάντης θα μπορούσε να προβλέψει τι θα γίνει ώς τότε. Η δε αναφορά σε μια «Αναπτυξιακή Τράπεζα» είναι και αυτή σχετική, αφού αφορά ένα άγνωστο μέλλον, δεν θα πρόκειται για πραγματική τράπεζα, αφού δεν θα δέχεται καταθέσεις, και δεν θα είναι ελληνική, αφού θα την κατευθύνουν, ακόμα περισσότερο από το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εταίροι. Ακόμα κι έτσι πάντως, κάθε, έστω και φραστική, υπενθύμιση ότι το μέγα ζήτημα για την Ελλάδα δεν είναι το χρέος αλλά η ανάπτυξη, έχει τη σημασία της.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε αυτά που δεν έγιναν. Σε μια διαπραγμάτευση που κυριαρχήθηκε, με ελληνική πρωτοβουλία, από την έννοια του χρέους, δεν συμφωνήθηκε τίποτα, δεν δόθηκε καν υπόσχεση για τη βιωσιμότητά του, το δε ΔΝΤ συνεχίζει να το θεωρεί επισήμως μη βιώσιμο. Γενικότερα το ΔΝΤ δεν έφυγε ακόμα από το ελληνικό πρόγραμμα, αλλά σέρνει όλο και περισσότερο τα πόδια, συνδέοντας την πολύ μικρή χρηματική συμμετοχή του με πρόοδο στον τομέα που είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει πρόοδος, δηλαδή στο χρέος. Λόγω της αμφισημίας του ΔΝΤ αναβλήθηκε για μια ακόμη φορά η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που θα είχε προωθητική σημασία για την έξοδο στις αγορές. Στην πραγματικότητα η έξοδος αυτή αναβάλλεται επ’ αόριστον, αφού τόσο οι οικονομολόγοι όσο και η αιδήμων κυβερνητική σιωπή προαναγγέλλουν ένα τέταρτο (ή πέμπτο, ανάλογα με το πώς μετράει κανείς) Μνημόνιο το 2018.
Απόσυρση της Ελλάδας από διαπραγματεύσεις που διεξάγονται πλέον αποκλειστικά μεταξύ του «σκληρού» ΔΝΤ και της «πολιτικής» (σε εκδοχή Σόιμπλε) ευρωζώνης, μονιμοποίηση της στενής εποπτείας ώς το 2060, απαγόρευση αφύπνισης της πραγματικής οικονομίας λόγω παρατεταμένα και παράλογα υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, εμβάθυνση της αναξιοπιστίας: ιδού το δομικό αποτέλεσμα της «συμφωνίας». Η κυβέρνηση πάλεψε, πράγματι. Αλλά με τη σκιά της. Κι έχασε.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος