«Συγκίνησε ο τάδε», «Συγκινημένο το κοινό υποδέχθηκε τον δείνα καλλιτέχνη», «Ενα ρεπορτάζ που θα συγκινήσει». Το ακούμε ολούθε. Ξεκίνησε από την εικονική ζωή στα σόσιαλ μίντια και επεκτάθηκε στην πραγματική. Στον ιδιωτικό αλλά και δημόσιο λόγο. Ως εισαγωγή αλλά και ζητούμενο. Για την τέχνη, την πολιτική, την ενημέρωση. Και καλά, η τέχνη αφήνει ένα περιθώριο στη συγκίνηση, αφού ως μέσον αναμοχλεύει το συναίσθημα. Φτάνει να μη γίνεται αυτοσκοπός. Ο,τι ακριβώς δηλαδή γίνεται τα τελευταία χρόνια. Σε όλο το φάσμα της επικοινωνίας. Μια χώρα που συνεννοείται και ενημερώνεται με χτυπήματα στο μαλακό υπογάστριο. Αυτός είναι άλλωστε ένας από τους βασικούς άξονες γύρω από τον οποίο συγκροτήθηκε ο αντιμνημονιακός λόγος. Καθόλου τυχαίο. Η συγκίνηση είναι αντιστρόφως ανάλογη της γνώσης. Οσο λιγότερα γνωρίζει κάποιος τόσο ευκολότερα συγκινείται. Ως επαγγελματίας της γραφής μάλιστα, οφείλω να ομολογήσω ότι η πρόκληση συγκίνησης είναι η εύκολη και σίγουρη διαφυγή από την αμηχανία μπροστά στη λευκή οθόνη του υπολογιστή. Είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές ως προς την προσέλκυση του αναγνωστικού κοινού οι κουμπουριές στον αέρα του θυμικού.
«Μη γράφεις σαν να υπάρχει ως μουσική υπόκρουση στο κείμενό σου το «Βαλς των χαμένων ονείρων» του Χατζιδάκι. Είναι κιτς», μου έλεγε μια «δασκάλα» από τα πρώτα μου χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Τη θυμήθηκα συζητώντας για τον «Πέπλο» του Κούντερα (εκδόσεις Εστία). Οπου περιγράφει το κιτς ως την «ξεδιάντροπη επίδειξη της μονίμως συγκινημένης καρδιάς». Και κάνει μνεία στην αντίστοιχη αναφορά του Ρόμπερτ Μούζιλ που μιλούσε για «ψωμί που θα το έβρεχαν με άρωμα».