Επέλεξα τις «Τρωάδες», πρώτον, διότι δεν έχω σκηνοθετήσει ποτέ αυτή την τραγωδία και, δεύτερον, επειδή τη θεωρώ τραγωδία του 21ου αιώνα, του αιώνα των πολέμων, των προσφύγων, της φτώχειας.
Η μεγαλύτερη πρόκληση στο συγκεκριμένο έργο είναι ο θρήνος. Είναι θρήνος χωρίς θρήνο. Θρήνος άθρηνος. Είναι παγωμένος, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πάγος μέσα του έχει φοβερή θερμοκρασία, γι’ αυτό και ο συγκεκριμένος θρήνος καίει και συγκινεί ολόθυμα.
Βασική μου θέση είναι να φανεί η σύγχρονη προσφυγιά, γι’ αυτό και ο θίασος αποτελείται από 11 ηθοποιούς που κατάγονται από τρεις διχοτομημένες πόλεις, τη Λευκωσία, το Μόσταρ και την Ιερουσαλήμ, κι ο καθένας τους ερμηνεύει τον ρόλο του στη μητρική του γλώσσα. Ακούγονται δηλαδή επί σκηνής έξι διαφορετικές γλώσσες κι υπάρχουν ρόλοι όπως της Κασσάνδρας που τον μοιράζονται έξι ηθοποιοί. Δεν ακούγονται παράταιρα οι διαφορετικές γλώσσες, αν κι έχουν τεράστιες διαφορές, τις οποίες και προβάλλω. Μέσα από τον ενεργειακό ερμηνευτικό τρόπο φαίνεται ότι η μία γλώσσα υποδέχεται την άλλη με ποιητικό τρόπο και όλο αυτό περνάει στον θεατή ως ένα υπέροχο υπερπολιτισμικό τραγούδι.
Μέσα από τις γλώσσες περάσαμε σε μια προσπάθεια αφαίρεσης όλου του καθημερινού ή του μελό ή του αυτοαναφορικού θρήνου. Μέσα από την παράδοση συναντηθήκαμε σε ένα σημείο όπου όλοι μαζί θρηνήσαμε χωρίς να κλαψουρίζουμε κι έτσι πετύχαμε ένα αποτέλεσμα αισθητικά ενιαίο.
Συνταρακτικές είναι και οι ιστορίες των ηθοποιών. Μια κοπέλα από τα Βαλκάνια από 2 έως 7 ετών ζούσε σε ένα καταφύγιο. Ολοι έχουν κάποια τραύματα που τα βίωσαν, κάποιοι εξακολουθούν να τα βιώνουν ή τα γνωρίζουν από αφηγήσεις γονέων. Το τραύμα υπάρχει. Κι από τη μια η αγωνία μας είναι να ερμηνεύσουμε σωστά αυτή την τραγωδία, από την άλλη να πούμε κάτι στον κυπριακό λαό ξύνοντάς του τις πληγές χωρίς όμως να τον τρομάξουμε.
Το πρόβλημα της Κύπρου είναι τεράστιο. Και είναι η λήθη, η απώθηση της ιστορικής μνήμης. Οι Κύπριοι δεν βιώνουν την κρίση που βιώνουμε εμείς. Είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση, έχουν εξαιρετική οικονομία, είναι αρκετά προσανατολισμένοι προς τα λεφτά και αρκετά απομακρυσμένοι από την Ιστορία τους. Αυτή η παράσταση με πολύ αισθητικό τρόπο θέλει να επαναφέρει το θέμα διότι οι σημερινοί άνθρωποι όσο κι αν ζούμε σε μια εποχή πολέμων τούς βλέπουμε μέσα από την τηλεόραση και το Διαδίκτυο, χωρίς να υπάρχει συγκίνηση. Μπορεί να βλέπουμε τον πόλεμο τρώγοντας και να τον απωθούμε. Το θέατρο με τον τρόπο του μπορεί να διαπαιδαγωγήσει ψυχαγωγώντας. Να απλώσει το χέρι στον θεατή. Στο θέατρο αυτοσυγκεντρωμένος μπορεί να μάθει περισσότερο από ό,τι από την τηλεόραση ή το Διαδίκτυο.
Υπάρχει ένα ορόσημο σε αυτή την τραγωδία. Είναι τα τείχη. Οι Τρώες βρέθηκαν έξω από τα τείχη. Σήμερα από τη μια έχουμε μέσω της παγκοσμιοποίησης δήθεν το άνοιγμα των συνόρων και την απελευθέρωση του εμπορίου, από την άλλη στήνονται τείχη διαρκώς παντού, ανάμεσα σε θρησκείες, σε πολιτισμούς, σε ανθρώπους, και με τον ίδιο τον εαυτό μας. Κι εδώ έρχεται το σκεπτικό που θέλει τη συνάντηση των ανθρώπων που βρέθηκαν από τη μια και την άλλη πλευρά των τειχών. Η συνομιλία, ο διάλογος τείνουν να εκλείψουν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης καθώς όλοι μονολογούν.
Πόνος μεγάλος είναι το σκηνικό διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχω χάσει τον Γιάννη Κουνέλλη, συνεργάτη και καλό φίλο, ο οποίος έκανε δέκα εγκαταστάσεις για παραστάσεις μου. Αφιερώνω στη μνήμη του την παράσταση και δημιουργώ μια ταπεινή εγκατάσταση, έναν πυκνό κοχλία από 400 ζευγάρια στρατιωτικές μπότες, εκ των οποίων 300 είναι χρησιμοποιημένα από τον πόλεμο στην Κύπρο. Δεν ήθελα καινούργιες. Ηθελα να κουβαλούν τις μνήμες των πολέμων.
Η παράσταση αυτή είναι πολιτική πράξη. Μπορώ να το πω χωρίς περιστροφές, χωρίς κρυμμένα επίπεδα, χωρίς διπλές ερμηνείες. Θέλω να μιλήσει άμεσα, χωρίς να καταφύγω σε μελό λύσεις.
Ολη αυτή η προσπάθεια υπερβαίνει τη θεατρική παράσταση. Είναι ένα μήνυμα για την ειρήνη. Αρχίζει με ένα μνημόσυνο για τους νεκρούς. Ο καθένας έφερε τους δικούς του νεκρούς από τους πολέμους. Και με αυτή την έννοια είναι μήνυμα συμφιλίωσης. Μιλάμε και από τα δύο στρατόπεδα για αυτούς που χάθηκαν. Δεν είναι από εδώ οι καλοί κι από την άλλη οι κακοί. Και τελειώνει με την επιθυμία να αλλάξει ο κόσμος.
Οι άνθρωποι σήμερα δεν θρηνούν, δεν γελάνε, δεν φωνάζουν, μασάνε τα λόγια τους, οι έννοιες φτωχαίνουν, όλα γίνονται εσωστρεφή. Στον κόσμο μας μικραίνει ο άνθρωπος διότι μικραίνει η εκφραστική κλίμακα. Ολα αυτά τα επαναφέρει η τραγωδία.
Τρωάδες σήμερα σε πρώτο επίπεδο είναι όλοι οι πρόσφυγες, χωρίς να έχει σημασία αν είναι άνδρες ή γυναίκες. Είναι κάποιοι έκπτωτοι που ήταν κάποτε βασιλείς, πρίγκιπες ή μεγαλοαστοί με εξουσία και εξαιρετική οικονομική κατάσταση που όμως έχουν καταρρεύσει. Τρωάδες μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από όλους εμάς. Ολοι είμαστε πρόσφυγες. Εχουμε βγει από τον εαυτό μας και θρηνούμε. Αν το δούμε στην οντολογική του ρίζα, Τρώας είναι ο πρόσφυγας. Πολλές φορές είμαστε πρόσφυγες από το ίδιο μας το σπίτι, από τον εαυτό μας, από τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Είμαστε διχασμένοι. Ο διχασμός που μας οδηγεί σε ένα ταξίδι ατελείωτο όπου αλλάζουμε διαρκώς θέσεις, τοπία, σημεία, χρόνους.
Ο θεατής φεύγει με την εικόνα ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα, ότι πρέπει να πέσουν τα τείχη της ντροπής. Ο καθένας μας ας αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του κι ας μην περιμένει από πουθενά σωτηρία. Αλλάζουμε μέσα από μια μετακίνηση, από έναν νέο άνθρωπο που συναντάμε. Αυτό έχει λείψει από την Ελλάδα. Κάθομαι εδώ διότι εδώ αισθάνομαι ασφάλεια και ισορροπία και παύω να είμαι δημιουργικός. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι όλα αυτά τα παιδιά που φεύγουν στο εξωτερικό κάνουν καλά. Κι εγώ έφυγα έξω μικρός. Κι αυτά τα παιδιά κάνουν μια δουλειά για την πατρίδα τους, δεν της γυρνούν την πλάτη.