Αμέτρητα τα μυθιστορήματα, τα ποιήματα, τα δοκίμια, οι ιστορικές μελέτες, οι κινηματογραφικές ταινίες και οι τηλεοπτικές σειρές με θέματα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκατό και πλέον χρόνια από την έναρξή του (1914), εκατό χρόνια σε λίγο από το τέλος του (1918) με τη μορφή «ανακωχής», κουβαλάει την εκκρεμότητα της ιστορικής μνήμης για το μέγεθος των γεγονότων και τις συνέπειες που προκάλεσε, οι οποίες φαίνεται πως συνεχίζουν να μαγαρίζουν το τρεμάμενο παγκοσμιοποιημένο παρόν μας. Ο λεγόμενος τότε και τώρα «Μεγάλος Πόλεμος», εκείνος που οι γάλλοι στρατιώτες ονόμαζαν «ο τελευταίος των τελευταίων», εκείνος που θα έληγε σε μερικές βδομάδες και σταμάτησε ανολοκλήρωτος ύστερα από τέσσερα χρόνια, ήταν η αρχή της τερατογένεσης μιας νέας εποχής, που από την Ευρώπη διαχύθηκε σε όλα τα μήκη και πλάτη ως αδιάκοπη πολιτική και κοινωνική υπνοβασία, ως ηδονή της παρακμής, ως εθελοτυφλία και αυτοεξαπάτηση στο όνομα δικαιωμάτων χωρίς αντιστοιχία με υποχρεώσεις. Υποθέτουμε πως όσα γράφτηκαν έως τις μέρες μας, όσα κυκλοφόρησαν, όσα εξετάστηκαν σχετικά με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξαν εργασίες εκ του σύνεγγυς, με την έννοια της ατομικής εμπειρίας, της συγκομιδής αναμνήσεων και δεδομένων εκ μέρους απογόνων και επιγόνων, οικοδόμηση μιας συλλογικής μνήμης, όπου το αδιανόητο έχει καταστεί συνήθεια.
Το τεράστιο πλέγμα
Η στροφή της προσοχής προς τη μεγάλη εικόνα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, προς το τεράστιο πλέγμα των μικρών και μεγάλων γεγονότων, όπου το ελάχιστο, ως ενοχλητικός κόκκος άμμου στην ουρήθρα του Καίσαρα, αποκτά μεγαλύτερη σημασία από το σπουδαίο, είναι δύο στοιχεία που προσφέρουν σήμερα την ανατριχιαστική φυσικότητα των λελογισμένων, άλογων και παράλογων πράξεων επώνυμων και ανώνυμων ανθρώπων, οι οποίες προκαλούν την τύχη να ορίσει ατομικά και συλλογικά πεπρωμένα ήττας, καταστροφής, αλλοφροσύνης, αυτοχειρίας, σπανίως αξιοπρέπειας. H θεμελίωση και η προβολή της μεγάλης εικόνας δεν γίνονται ορατές και αποδεκτές, αν δεν υπάρχουν ψηφίδες έρευνας, μελέτης, επίπονης και αδιαμεσολάβητης καταβύθισης σε αρχεία, σε κοινωνικές και πολιτικές αντανακλάσεις, σε ψυχικές διαταραχές. Ο συγγραφέας μπορεί να συγκεντρώνει τις ψηφίδες και να φτιάχνει τεράστια ψηφιδωτά εκείνου του τετραετούς εφιάλτη στο γεωγραφικό πολύμορφο περιβάλλον όπου θριάμβευσε, πετυχαίνοντας να επιβάλει πως η μεγάλη εικόνα δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη που αυτός έχει φέρει στο φως. Ο σέρβος συγγραφέας Αλεξάνταρ Γκάταλιτσα (1964) έχει στο ενεργητικό του αυτή την ολοκληρωτική επιβολή, έτσι που ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί πως η μεγάλη εικόνα του Μεγάλου Πολέμου δεν υπήρξε τίποτε άλλο, παρά αυτό ακριβώς που ο Γκάταλιτσα έχει βάλει στο χαρτί.
Αποκαλυπτικό υλικό
Η επιτυχία του Γκάταλιτσα δεν περιορίζεται στην ανάδειξη του ποικίλου και διαρκώς εκθαμβωτικά αποκαλυπτικού υλικού που καταθέτει. Σπουδαιότερη είναι η ανακούφιση του αναγνώστη, που βρίσκεται επιτέλους μπροστά σε έναν λόγο, ο οποίος αποδέχεται τον εαυτό του, ενήλικο πια και, με σεβασμό στο παρελθόν του, τολμάει να το συνοδεύει όσο χρειάζεται για να απομακρυνθεί από αυτό, δίχως να το χάνει από τα μάτια του: «Ο Μεγάλος Πόλεμος», τίτλος του πολυσέλιδου, αλλά ρέοντος μυθιστορήματός του, είναι ένας μαγικός ρεαλισμός από την ανάποδη, ο εκτροχιασμός του αφηγηματικού οχήματος στα εδάφη θεσμών, δικαίου, συναισθημάτων, προδοσίας, διπλοπροσωπίας, έως την εξουθένωση, τη σωματική και πνευματική αναπηρία, τον αδόκητο, αναζητούμενο και μακρόθυμο θάνατο δικαίων και αδίκων, ηρώων και καθαρμάτων. Το πέρασμα από το χειροπιαστό, το απολύτως τεκμηριωμένο, στο αναπάντεχο, στο αναπόδραστο, ως τιμωρία, αλλά και ως αποφυγή και υπεκφυγή, είναι η απόδειξη μιας συγγραφικής γνώσης και δεξιοτεχνίας, που αφήνει πίσω της τα μηρυκάσματα, τις πνιγηρές ομφαλοσκοπήσεις, τις υστερίες τής εδώ και δεκαετίες λογοτεχνικής αφασίας. Θέλει τόλμη και επίγνωση η ραφή μιας αφήγησης, όπου δεν διακρίνεται κανένας κόμπος, παρότι ο συγγραφέας περνάει από το ένα βελόνιασμα στο άλλο, από μια ανατέλλουσα κατηφόρα του λόγου προς μιαν αναπάντεχη κορύφωση ποίησης, δράματος και κωμωδίας. Το ευτυχές παράδοξο είναι πως αυτή η τακτική διατρέχει όλο το μυθιστόρημα και δεν υπάρχει ούτε μία αποτυχία που να μειώνει την αξία της, την επιδεξιότητά της. Ο νους πηγαίνει στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Αν εκεί, ο κόσμος του Μακόντο αρχίζει με τον Αουρελιάνο Μπουενδία μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα να θυμάται την ημέρα που ο πατέρας του τον πήγε παιδάκι να δει τον πάγο, εδώ το τέλος της Ευρώπης/Μακόντο αρχίζει μπροστά στο απόσπασμα που η ίδια έστησε, μονολογώντας «αυτό δεν μοιάζει καλό», όταν ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονήθηκε στο Σαράγεβο.
Συγγραφική δεινότητα
Πρόκειται για μαστοριά, που υπογραμμίζει τη συγγραφική δεινότητα και ηθική, θεμελιωμένη σε ευρύτατη παιδεία, πλήρως συγκερασμένη, που λειτουργεί ως continuo ενός αφηγηματικού καλπασμού απόηχων και ρυθμών περιγραφών μαχών, χειμαζόμενων σκέψεων, ολισθηρών και υψιπετών επιλογών. Ευδιάκριτη η κληρονομιά του Ιβο Αντριτς από το «Γεφύρι του Δρίνου», αφομοιωμένη όμως, έτσι που γίνεται προσωπικό απόκτημα, το οποίο ενσωματώνει ογδόντα πέντε πρωταγωνιστές από τη Σερβία, την Αυστροουγγαρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τουρκία, τη Ρωσία και την Ιταλία, δίχως να λογαριάσουμε εκατοντάδες, λιγότερο ή περισσότερο περαστικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών ο Βενιζέλος, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, η μορφή της Θεσσαλονίκης, της Κέρκυρας, της Αθήνας. Καμία μονάδα αυτού του χορού δεν εμφανίζεται τυχαία, δεν χάνεται σε κάποιο λαβύρινθο, δεν στερείται ίχνους. Αξίζει τον κόπο να σκεφτεί κανείς πως ο Αλεξάνταρ Γκάταλιτσα είναι ένας Βαλκάνιος που φέρει εντός του και καλλιεργεί το στίγμα της πολυπλοκότητας και του απεριορίστου παραλογισμού αυτού του γεωγραφικού τοπίου. Η αφήγησή του έχει τη μορφή βεντάλιας, ανοιχτής στην αρχή της εξιστόρησης, που από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, από το πρώτο στο πέμπτο (ένα κεφάλαιο για κάθε χρόνο του Μεγάλου Πολέμου), περιορίζεται σε διαρκώς λιγότερες σελίδες, λες και κλείνει, επειδή έχει χαθεί ο λόγος πια να υπάρχει ανάσα δροσιάς.

Το ερώτημα

Λάδι στους μεντεσέδεςμιας σκουριασμένης πόρτας

Ανοίγει άραγε ο Γκάταλιτσα ένα νέο κεφάλαιο στο μυθιστόρημα; Καλουπώνει μήπως έναν ιστορικό – ποιητικό – μαγικό – υπαρξιακό ρεαλισμό, που ήρθε η ώρα να φτύσει τους τάφους των κατά συρροή καθημερινών λογοτεχνικών αριστουργημάτων; «Ο Μεγάλος Πόλεμος» είναι ένα δείγμα σπόρου ή ένας σπόρος που καρπίζει; Θα έχει γούστο ένας Σέρβος, ένας κατά συρροή Βαλκάνιος, να λαδώσει τους μεντεσέδες της σκουριασμένης πόρτας του σύγχρονου λόγου και να πάψει ο αναγνώστης να υφίσταται το μαρτύριο μιας πόρτας που αυτοϊκανοποιείται να τρίζει.

Aleksandar Gatalica

Ο Μεγάλος Πόλεμος

Μτφ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς

Εκδ. Καστανιώτη 2017, σελ. 613

Τιμή: 19 ευρώ