«Η Ιστορία, την οποία χρειάστηκε να προσκυνήσουν οι άνθρωποι, είναι θεότητα γνωστή για τη σκληρότητά της. Σήμερα οι εντολές αυτής της θεότητας εκφέρονται από επιτήδειους ιερείς κρυμμένους στο κούφιο εσωτερικό του ειδώλου της, ενός ειδώλου που τα μάτια του είναι έτσι φτιαγμένα ώστε να ακολουθούν παντού τον άνθρωπο, ο οποίος αδυνατεί να αποφύγει το βλέμμα τους. Εραστές επιδίδονται στα ερωτικά τους παιχνίδια υπό το άγρυπνο βλέμμα αυτού του ειδώλου, ένα παιδί παίζει στην αμμουδιά χωρίς να υποψιάζεται ότι η ζωή του έχει ήδη μετρηθεί και συνυπολογισθεί στον γενικό λογαριασμό».
Η οργουελικής έμπνευσης αυτή αναφορά (σελ. 269 του βιβλίου του Μίλος) είναι χαρακτηριστική των επιρροών που ήδη είχε ασκήσει το περίφημο 1984, όπως επίσης Το Μηδέν και το Απειρο του Αρθουρ Κέσλερ, σε όποιο κομμάτι της ανατολικοευρωπαϊκής διανόησης είχε πρόσβαση σε παρόμοια έργα. Αλλωστε ο συγγραφέας είχε αποδράσει ήδη από τη χώρα του και ζούσε στο Παρίσι κατά τη διετία 1951 – 52 όταν γραφόταν το παρόν βιβλίο, έχοντας περάσει προηγουμένως ένα διάστημα ως μορφωτικός ακόλουθος της Πολωνίας στην Ουάσιγκτον. Θα επέλεγε να παραμείνει στη Δύση. Πολιτογραφήθηκε αμερικανός πολίτης και η ποίησή του τού απέφερε το Βραβείο Νομπέλ το 1980. Παρά, δε, το ότι εδώ έχουμε ένα καθαρό πολιτικοκοινωνικό δοκίμιο, διακρίνονται τα σπέρματα της φραστικής δεινότητας, η τάση να παραχθεί φιλοσοφικός λόγος, η αίσθηση του ιστορικού βάθους και του βάρους της γεωγραφίας, η κεντροευρωπαϊκής έμπνευσης περιπλοκότητα των συλλογισμών.
Η ανάλυση
Υπάρχει και πολλή υπομονή, ώστε τα φαινόμενα να οργανωθούν και να παραγάγουν θεωρητικό λόγο. Γιατί ο Μίλος δεν καταγγέλλει με ευκολία τον σταλινισμό όπως τόσοι και τόσοι ελαφρά τη καρδία. Εκκινώντας από τα ειδυλλιακά παιδικά του χρόνια στο Βίλνιους (σήμερα πρωτεύουσα της Λιθουανίας, τότε όμως τμήμα της Πολωνίας) δίνει μια καλή εικόνα των μετακινήσεων των πληθυσμών στην Κεντρική Ευρώπη και στις χώρες της Βαλτικής. Αναλύει τον ρόλο της Ρωσίας ως επικυρίαρχης δύναμης στην περιοχή και τη σύνθλιψη των κοινωνιών αυτών ανάμεσα στους δύο γίγαντες, Γερμανία και Σοβιετική Ενωση. Αναφέρεται στον εκφασισμό της ανατολικοευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής και στο «κατάπιωμα» της Πολωνίας από τις δύο μεγάλες γειτονικές της χώρες στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην κατάρρευση του παλαιού αστικού ή φεουδαλικού ακόμα κόσμου της υπαίθρου. Στο ιδεολογικό κενό που προέκυψε, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στον εγκληματικό ρόλο που υποδύθηκε η Ρωσία κατά την Εξέγερση της Βαρσοβίας όταν άφησε τους Πολωνούς να πεθαίνουν στα χέρια των Γερμανών, με τον στρατό της να παρακολουθεί απαθώς από την απέναντι όχθη του Βιστούλα μιας και επρόκειτο για αστικού τύπου ξεσηκωμό, η ήττα του οποίου θα άνοιγε διάπλατες τις πύλες στον κομμουνισμό.
Ο Μίλος λέει και άλλα πολλά προκειμένου να εξηγήσει την περίπου νομοτελειακή προσχώρηση των διανοουμένων από την Ανατολή και τη Δύση στο κομμουνιστικό δόγμα και ειδικότερα στον σταλινισμό. Μάλιστα χρησιμοποιεί τέσσερα διακριτά παραδείγματα συγγραφέων που εκκινώντας από μια γκάμα αποκλινουσών πολιτικών θέσεων –ακροδεξιές έως καθολικές, έως αδιάφορες –προσχώρησαν στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ύμνησαν τον Στάλιν, σχηματοποίησαν τη γραφή τους, κατήγγειλαν τη Δύση με κάθε αφορμή. Ανταμείφθηκαν με ποικίλα προνόμια, αλλά έχασαν τελικά την ψυχή τους, δηλαδή την ποιότητα της γραφής και το ταλέντο τους. Το Κόμμα τούς χρησιμοποίησε μετά τον Πόλεμο και την εγκαθίδρυση φιλοσοβιετικών καθεστώτων για όσο μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι στην υπόθεση της παγκόσμιας επανάστασης και στην υλοποίηση του ιστορικού υλισμού. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην κυριαρχία της διαλεκτικής ως τρόπου σκέψης που σάρωνε τα χρόνια εκείνα και στην πεποίθηση των συγγραφέων και άλλων δημιουργών ότι έτσι καβαλούσαν το άρμα της Ιστορίας, που υλοποιείτο επί του εδάφους από την πανίσχυρη σοβιετική στρατιωτική μηχανή.
Η «Νέα Πίστη»
Ο Μίλος δίνει λοιπόν ιδιαίτερη έμφαση στην επικυριαρχία αυτού που ονομάζει «Νέα Πίστη», όρος ιδιαίτερα εύστοχος σε κοινωνίες –όπως η πολωνική –για αιώνες παραδομένες στον καθολικισμό. Εξηγεί όμως με ευκρίνεια και την κοινωνική διάσταση της προσχώρησης των διανοουμένων στο νέο δόγμα του ιστορικού υλισμού: καθώς επρόκειτο για κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες, οι άνθρωποι της τέχνης έβρισκαν επαγγελματική εξασφάλιση στις αγκάλες του κράτους. Ξέφευγαν έτσι από τον ακραίο ανταγωνισμό και την κατασπατάληση των ταλέντων τους, που λογικά συμβαίνει στους χώρους της τέχνης. Μόνο που έπαυαν να κάνουν… τέχνη. Με το πρόσχημα της εκλαΐκευσης των εκφραστικών τους μέσων, όπως και με την αναγκαιότητα να σκιαγραφούν χονδρικά δύο τύπους ηρώων –τον «μαύρο», δυτικής ή ανατολικής κοπής, καπιταλιστή και τον «πάλλευκο» κομμουνιστή, αγωνιστή, προλετάριο –οι συγγραφείς κατέληγαν σε μια τέχνη υμνητική του καθεστώτος, ελάχιστα λυτρωτική για τον αποδέκτη τους και σχηματοποιημένη στο έπακρο. Η Νέα Πίστη κατέληγε στη δομική κυριαρχία του φόβου μήπως παρεκκλίνεις από τη γραμμή του κόμματος, δηλαδή του κάθε γραφειοκράτη που ερμήνευε δογματικά τη γραμμή. Το ολοκληρωτικό κράτος καθιστούσε αιχμάλωτη τη σκέψη των πολιτών του.
Οι εκτοπίσεις
Στον δομικό φόβο των πολιτών δίνει ιδιαίτερη έμφαση ο Μίλος. Οι εκτοπίσεις και τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας κάπου στη Σιβηρία ή στον Αρκτικό Κύκλο ήταν η μοίρα των πολλών. Η πληθυσμιακή σύνθεση ολόκληρων περιφερειών ή και χωρών άλλαξε οριστικά. Η απαγόρευση να δημοσιεύσεις ή να ανεβάσεις το έργο σου επί σκηνής κατέληξε να γίνει ο εφιάλτης κάθε δημιουργού (ακόμα και στην πλέον αφηρημένη των τεχνών, τη μουσική). Το πιο ευρηματικό ίσως μέρος του βιβλίου είναι το κεφάλαιο 3, όπου αναλύεται ο μηχανισμός απόκρυψης της σκέψης του καθενός μέσω ποικίλων στρατηγικών. Κατηγοριοποιούνται οι μορφές προσποίησης που υιοθετεί ένας πολίτης μέσω του δανείου του κετμάν, όρου περσικής προέλευσης που αποδίδει ευφάνταστα τους τρόπους απόκρυψης των αποκλίσεων της σκέψης από το ορθόδοξο, επίσημο δόγμα (αυτό που ήδη ο Οργουελ είχε ονομάσει «έγκλημα σκέψης»). Θα απαιτείτο ο χώρος ενός ακόμη άρθρου για να κωδικοποιήσουμε τις ποικίλες μορφές που παίρνει το κετμάν στις σοσιαλιστικές κοινωνίες, ο Μίλος όμως αποδεικνύει βήμα βήμα πώς η απόληξη αυτής της διαδικασίας καταλήγει στο απόλυτο ψέμα: όλοι ψεύδονται προς όλους, οι καθοδηγητές και οι απαρατσίκ, το κράτος και οι εργαζόμενοι, οι αγρότες των κολχόζ και οι ερευνητές οι κλεισμένοι στα εργαστήρια που παράγουν την προλεταριακή επιστήμη.

Η εποχή του Μουρτιμπινγκισμού

Τέχνη «χρήσιμη» και κατευθυνόμενη

Το άλλο σπουδαίο εύρημα του βιβλίου δεν ανήκει στον Μίλος αλλά σε έναν άλλο μεγάλο πολωνό συγγραφέα του Μεσοπολέμου, τον Στάνισλαβ Βίτκιεβιτς, και στο ογκώδες βιβλίο του Αδηφαγία (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Κέδρος σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά). Χρησιμοποιώντας ως οδηγό τη μοναδολογία του Λάιμπνιτς, ο Βίτκιεβιτς είχε αποτυπώσει μια ευρωπαϊκή δυστοπία με ήρωες κυρίως της ανώτερης τάξης, χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και ακραίο ερωτισμό, ενώ οι στρατιές των βαρβάρων πλησιάζουν από την Ανατολή. Πολιτισμός, θρησκεία, τέχνη πνέουν τα λοίσθια και μόνο ένα χάπι που διακινούν γυρολόγοι ανά την επικράτεια (το Μούρτι Μπινγκ) κάνει τους πολίτες να ξεχνάνε το κενό τους. Η εποχή του Μουρτιμπινγκισμού έχει έρθει καθώς ο ηγέτης της χώρας αποκεφαλίζεται μετά τις δέουσες τιμές. Η Ιστορία έχει αποφανθεί. Τώρα η τέχνη γίνεται «χρήσιμη» και κατευθυνόμενη και ο εφιάλτης του Βίτκιεβιτς γίνεται η πραγματικότητα του Μίλος. Τα υπόλοιπα μας είναι γνωστά από την Ιστορία που μεσολάβησε κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα.

Ο Ανδρέας Παππάς είχε να ξεπεράσει ποικίλες μεταφραστικές δυσκολίες, αλλά η μακρά θητεία του στη σχετική φιλολογία λειτούργησε αποτελεσματικά και το τελικό προϊόν τον δικαιώνει.

Czeslaw Milosz

Αιχμάλωτη σκέψη

Μτφ. Ανδρέας Παππάς, Εκδ. Παπαδόπουλος 2017, σελ. 303

Τιμή: 17 ευρώ