Την ερχόμενη Τετάρτη 28 Ιουνίου ξεκινά στο Κρανς Μοντανά της Ελβετίας η νέα πενταμερής διάσκεψη (Ελλάδα, Τουρκία, Ην. Βασίλειο, Ελληνοκυπριακή, Τουρκοκυπριακή κοινότητα και με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης – ΕΕ με την ιδιότητα του παρατηρητή) για την προώθηση της επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Η νέα διάσκεψη πραγματοποιείται έπειτα από επίπονες προσπάθειες του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντ. Γκουτέρες και του αντιπροσώπου του για το θέμα Ε. Μ. Αϊντα. Οι τελευταίοι επενδύουν ενεργά σε μια ακόμη προσπάθεια προκειμένου να αποτρέψουν το ναυάγιο και της τελευταίας διαδικασίας για λύση, διαδικασία που έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στον χρόνο που διέρρευσε. Η πρόοδος σημειώθηκε για πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων και για το γεγονός ότι από την άλλη πλευρά, την τουρκοκυπριακή, υπάρχει ένας ηγέτης, ο Μ. Ακιντζί, ο οποίος έδειξε ότι ευνοεί και εννοεί την επίλυση του προβλήματος. Οι προοπτικές ωστόσο δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες.
Βρέθηκα την προηγούμενη εβδομάδα στην Κύπρο με την ευκαιρία της απονομής του βραβείου πρωτοποριακής δημιουργίας «Γιάννος Κρανιδιώτης». Είχα έτσι την ευκαιρία να συζητήσω για το θέμα με τους υποστηρικτές (δίκαιης και βιώσιμης λύσης) αλλά και με τους απορριπτικούς της λύσης. Η διαπίστωσή μου ακούγοντας τα επιχειρήματα των μεν και των δε είναι ότι επιβάλλεται, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται, η τελευταία αυτή προσπάθεια να καταλήξει επιτέλους στην πολυπόθητη διευθέτηση για το καλό πρώτα απ’ όλα της Κύπρου (και των δύο κοινοτήτων), της ευρύτερης περιοχής αλλά και γενικότερα της Ευρώπης. Η λύση δηλαδή θα είναι ένα «win-win game» –όλοι θα βγουν τελικά κερδισμένοι απ’ αυτήν. Οι υποστηρικτές της λύσης εμφανίζονται να έχουν μια καθαρή στρατηγική, ένα συγκεκριμένο όραμα και στόχους. Αντιλαμβάνονται ότι η οποιαδήποτε λύση θα στηρίζεται σ’ ένα συμβιβασμό, ότι τα τετελεσμένα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν στο σύνολό τους (τονίζω στο σύνολό τους) από τη διπλωματία. Αυτό δεν συνέβη ποτέ στην ιστορία. Πρώτος και καλύτερος δίδαξε αυτή την αλήθεια ο Ελ. Βενιζέλος ο οποίος επεδίωξε μέσα από τη Συνθήκη της Λωζάννης το μέγιστο δυνατόν θετικό αποτέλεσμα για τη χώρα αλλά δεν ανέτρεψε και τη στρατιωτική ήττα. Ακόμη οι υποστηρικτές της λύσης συνειδητοποιούν καλύτερα και βαθύτερα τη σημασία της συμμετοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τον πολλαπλό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η τελευταία ιδιαίτερα σ’ ένα νέο σύστημα ασφάλειας για την ομόσπονδο Κύπρο. Και εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γ. Κρανιδιώτης που ξεκίνησε διαδικασία της κυπριακής ένταξης και ο Κ. Σημίτης που πέτυχε τελικά την ένταξη είδαν την προσχώρηση/συμμετοχή ως, μεταξύ άλλων, καταλύτη για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Αλλά δυστυχώς η συμμετοχή δεν αξιοποιήθηκε όπως θα έπρεπε για τον σκοπό αυτό. Εάν είχε αξιοποιηθεί τα πράγματα θα ήσαν ίσως διαφορετικά.
Οι απορριπτικοί της λύσης εμφανίζονται να μην έχουν στην ουσία ούτε ρεαλιστική στρατηγική ούτε στόχους για την επίλυση του προβλήματος. Και ορισμένοι ίσως να μην τη θέλουν καν. Ωστόσο τα επιχειρήματα ή και δόγματα που επικαλούνται (για π.χ. σχέδιο της Τουρκίας να ελέγχει ολόκληρο το νησί και άλλα παρεμφερή) οδηγούν ορθολογικά στο αντίθετο συμπέρασμα: στην ανάγκη επίλυσης του προβλήματος στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση αυτό ακριβώς που φοβούνται κινδυνεύει να γίνει πραγματικότητα. Ακόμη οι απορριπτικοί εμφανίζονται να μην κατανοούν τη βαθύτερη σημασία της έννοιας της ομοσπονδίας αλλά και της διαδικασίας εξευρωπαϊσμού και για τις δύο κοινότητες που θα ακολουθήσει τη λύση.
Συνοπτικά, οι τρέχουσες, εγχώριες και εξωτερικές, προκλήσεις και κίνδυνοι, επιβάλλουν σ’ όλους τους εμπλεκομένους στη διαδικασία να δουν τη μεγάλη εικόνα. Να εγκαταλείψουν σκοπιμότητες για το κοινό καλό. Για τη λύση με βάση τις αρχές του ΟΗΕ και το ενωσιακό κεκτημένο χωρίς αδιέξοδους μαξιμαλισμούς αυτοηττούμενης λογικής και ιδεοληπτικής προέλευσης…