Βρέθηκα την περασμένη εβδομάδα σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο. Σε ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία του νησιού το οποίο μάλιστα έχει ανακαινισθεί πρόσφατα. Καινούργια ρεσεψιόν, καινούργιοι καναπέδες, καινούργια ασανσέρ, καινούργια μπάνια. Και πολύ «παλιά» σχέση των υπαλλήλων με αυτό που λέγεται επαγγελματική ευσυνειδησία. Επί τρεις σχεδόν ημέρες, η συνεννόηση με τη ρεσεψιόν για το ωράριο λειτουργίας των υπηρεσιών του ξενοδοχείου έμοιαζε με το παιχνίδι των εκπλήξεων. Ο κάθε «υπεύθυνος» μου έλεγε κάτι διαφορετικό. Επίσης, για το ίδιο διάστημα, δεν μπόρεσε κανείς από το τεχνικό προσωπικό να κλείσει ένα παράθυρο του δωματίου μου που είχε μαγκώσει. Και μια χαλασμένη λάμπα δεν αλλάχτηκε ποτέ. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα. Ποιος ξέρει αν πληρώνονται επαρκώς, σε τι συνθήκες δουλεύουν, τι προβλήματα έχουν.
Επιστρέφοντας με το ταχύπλοο θα πίστευα, αν ήμουν καχύποπτη, ότι η εκτελούσα χρέη συνοδού και ο μπάρμαν του πλοίου είχαν εξυφάνει σχέδιο εξόντωσής μου. Ο καθένας μου έλεγε άλλη ώρα άφιξης και άλλη αποβάθρα. Και όταν προσπαθούσα να διασταυρώσω την πληροφορία, βρισκόμουν αντιμέτωπη με το αδιαπραγμάτευτο «δεν σας είπα κάτι τέτοιο». Απέδωσα πάλι το αλαλούμ σε εκείνο τον μικρό σαμποτέρ που ξυπνάει μέσα στον κακοπληρωμένο ή υπό κακές συνθήκες εργαζόμενο. Συνειδητοποίησα όμως ότι τα τελευταία χρόνια, πέφτω σε ολοένα και περισσότερους βαριεστημένους υπαλλήλους και ο κώδικας ευγενείας της επιχείρησης δεν μπορεί να κρύψει την τσαντίλα τού «δεν μας παρατάς κι εσύ με τον χαβά σου».
Είναι μόνο οι κακές συνθήκες εργασίας που δημιουργούν αυτή τη διάθεση; Δεν το νομίζω χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω ότι η οικονομική δυσπραγία έχει προκαλέσει, πλην των άλλων σημαντικών, και μια κατάσταση ιδιότυπης ομηρείας για δυσαρεστημένους υπαλλήλους και μη επαρκώς εξυπηρετούμενους πελάτες. Εδώ και έναν χρόνο, στην εταιρεία που δουλεύω πληρωνόμαστε πλημμελώς. Επειδή κάποιοι έχουν αποχωρήσει, πέφτει περισσότερη δουλειά σε όσους έμειναν. Και βλέπω γύρω μου νέα παιδιά –που μπορεί να δανείζονται τα ναύλα τους για να έρθουν στο γραφείο –να δουλεύουν με φρενήρεις ρυθμούς, με φιλότιμο και ενθουσιασμό. Διότι κάνουν μια δουλειά που αγαπούν. Ενα επάγγελμα που το επέλεξαν και, κατά κάποιον τρόπο, τους επέλεξε. Εχοντας λοιπόν αυτό κατά νου, με προβλημάτισαν τα αποτελέσματα έρευνας που έγινε από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και τις εταιρείες ΕΥ και Endeavor Greece. Σύμφωνα με αυτά, ένας στους δύο νέους κατευθύνεται (ίσως και με ευθύνη του εκπαιδευτικού συστήματος) σε σπουδές που δεν συμβάλλουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας και αποκτούν προσόντα τα οποία δεν χρειάζεται πλέον η αγορά. Οπως οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες και οι επιστήμες συμπεριφοράς που επιλέγουν οι δύο στους πέντε φοιτητές.
Καλά, εγώ γεννήθηκα νωρίς, σε μια εποχή που μπορούσαμε να διαλέξουμε το επάγγελμα που γουστάραμε. Είναι δραματικό όμως το αδιέξοδο πολλών νέων που μπαίνουν τώρα στην αγορά εργασίας. Να πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα σε μια επιστήμη που αγαπούν αλλά θα τους οδηγήσει στην ανεργία (ή στο να σερβίρουν καφέδες) και σε μια δουλειά που δεν αγαπούν αλλά που τους προσφέρει κάποιες πιθανότητες απασχόλησης.