«Ζω κατά λάθος! Στατιστικά εάν το δεις, θα έπρεπε να έχω πεθάνει τουλάχιστον δέκα φορές…» μου είπε μια μέρα ο Μίκης Θεοδωράκης και άρχισε να μου απαριθμεί πού και πότε είχε ξεφύγει, την ύστατη συνήθως στιγμή, από του Χάρου τα δόντια. «Στα Δεκεμβριανά, στη Μακρόνησο, στο σανατόριο χτυπημένος από φυματίωση…». Το ύφος του ήταν παιγνιώδες, στιγμές στιγμές και θριαμβευτικό, όταν μου περιέγραφε τις φάτσες που τον είχαν ξεγράψει οριστικά και που τον έβλεπαν αίφνης όρθιο και πελώριο, σαν νεκραναστημένο, ξανά απέναντί τους. Σκοτείνιασε μονάχα σαν θυμήθηκε τους συνομηλίκους και τους νεοτέρους του, που δεν τους φύλαγε κάτω απ’ τις φτερούγες του ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και κόπηκε η ζωή τους στον ανθό.
Προχθές το βράδυ, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, ο Μίκης Θεοδωράκης έκλαψε. Διηύθυνε την ορχήστρα από το αναπηρικό του καροτσάκι, σταμάτησε και έκρυψε το πρόσωπό του μες στα πελώρια χέρια του. Το πλήθος ρίγησε. Ο Μίκης σκούπισε τα μάτια του και το αποχαιρέτησε με ευγνωμοσύνη.
Γιατί έκλαψε ο Μίκης;
Το ξέρει, το έχει πει και δημόσια, πως βρίσκεται στο τέλος της διαδρομής. Εχει διαγάγει μια ζωή πιο συναρπαστική, πιο γεμάτη σχεδόν από κάθε άνθρωπο. Εχει πολεμήσει στα χαρακώματα, έχει αφοσιωθεί σε κορίτσια, σε μουσικές, σε ιδέες και τοπία, έχει συνθέσει ένα επιβλητικό έργο, το οποίο αναγνωρίστηκε σχεδόν ακαριαία και δοξάστηκε και τον δόξασε από τα πρώτα νιάτα του. Εχει βασανιστεί αλλά και γλεντήσει, άφατες συμφορές πλεγμένες μαζί με θριαμβευτικές νίκες και με διονυσιακές χαρές.
Εχει αφήσει το ίχνος του βαθύ στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Ποιος, μετά τον Κωστή Παλαμά, υπήρξε πατέρας του έθνους, ποιος διαμόρφωνε με μια κουβέντα, με μια χειρονομία του, την κοινή γνώμη; Ακόμα κι όταν όσα έλεγε και έπραττε κρίνονταν από κάποιους ως άστοχα, στο γήπεδο που είχε διαλέξει ο Μίκης αγωνίζονταν να τον κατατροπώσουν.
Το ίχνος του θα μείνει. Το «Αξιον Εστί» θα ψάλλεται ως άλλος «Υμνος εις την Ελευθερίαν». «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ» θα επανέλθει πιθανότατα στη μόδα, θα τραγουδιέται από τα πιτσιρίκια σε σουίνγκ ή σε ραπ διασκευή. Ο ίδιος όμως θα λείπει.
Με τη νεανική του οξυδέρκεια, με την εφηβική ματιά του, ο Μίκης παρακολουθεί τον βαρκάρη του να λύνει ένα ένα τα σκοινιά, να ετοιμάζεται να σηκώσει την άγκυρα. Η στεριά θα ξεμακρύνει –το σκάφος, με τον έναν επιβάτη, θα πλεύσει σε μιαν άγνωστη θάλασσα. Μην έχοντας χάσει την ανθρωπιά του, ο Μίκης αντιδρά κατά τον μόνο φυσικό τρόπο. Φρίττει. Συντρίβεται. Βάζει τα κλάματα.
Από όλα τα πλάσματα του πλανήτη, ο homo sapiens διαθέτει την διττή τραγικότητα να έχει αφενός πλήρη συνείδηση της ατομικότητάς του, να γνωρίζει αφετέρου το άφευκτο του θανάτου του. Το βάρος είναι σχεδόν ασήκωτο. Για να το αντέξει ερωτεύεται, δημιουργεί, κάνει παιδιά. Οι έρωτες ξεφτίζουν, το έργο –άμα αξίζει –αυτονομείται από τον δημιουργό του, τα παιδιά μεγαλώνουν, φτερουγίζουν μακριά. Οσο περνάει ο χρόνος τόσο πιο μόνος μένει ο άνθρωπος.
Παρηγοριέται ενίοτε με τη μεταφυσική υπόσχεση του επέκεινα –με το δέλεαρ όλων των θρησκειών. Θυμάται έπειτα τη σπαραχτική φράση που είπε ο Αχιλλέας στον Οδυσσέα όταν εκείνος τον συνάντησε στον Αδη. «Χίλιες φορές θα προτιμούσα να είμαι ο τελευταίος δούλος πάνω στη γη παρά ο βασιλιάς του κάτω κόσμου…».
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο πιο χορτάτος από τους χορτάτους, έχει την αξιοπρέπεια να μην επιθυμεί στα ενενήντα δύο του τίποτα παραπάνω. Το τελευταίο που διεκδίκησε και κέρδισε ήταν να πενθήσει τον εαυτό του, δημόσια όπως έζησε, υπό τους ήχους των τραγουδιών του. Προχθές το βράδυ, στο Καλλιμάρμαρο.
Αλλες στιγμές γλυκαίνει. «Ξέρεις πού θα βρεθώ όταν θα πεθάνω; Στο σαλόνι του πατρικού μου. Εγώ, παιδί, θα κάθομαι στο πιάνο και θα παίζω βαλσάκια. Ο μπαμπάς θα πιάνει τη μαμά μου από τη μέση, εκείνη θα διστάζει, ύστερα όμως θα αφήνεται, θα στροβιλίζονται αγκαλιά, τα φώτα όλα της πόλης μαγικά θα ανάβουν, το χιόνι θα σκεπάζει τις στέγες, χιλιάδες παιδάκια με φανάρια και με τρίγωνα θα ξεχύνονται στους δρόμους, γιορταστικά, χριστουγεννιάτικα, στους αιώνες των αιώνων…».