Ο σάλος που προκλήθηκε από την επιφυλλίδα του Στάθη Καλύβα για τη χούντα καταδεικνύει πόσο κοντινή μοιάζει η περίοδος της δικτατορίας, σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’40, δεδομένου ότι μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που αντέδρασε έντονα στο δημοσίευμα την έζησε και τη θυμάται καλά, ενώ η πλειοψηφία των δρώντων υποκειμένων της Κατοχής και του Εμφυλίου έχει αποδημήσει εδώ και καιρό σε τόπους χλοερούς.
Οι οργισμένες όμως αντιδράσεις στο δημοσίευμα Καλύβα επισκιάζουν ορισμένες ορθές σκέψεις που διατυπώνει ο τελευταίος μέσα στο κατά τα άλλα προβληματικό του σχήμα. Είναι όντως ιστορικό παράδοξο ότι εξαιτίας του ίδιου του πραξικοπήματος η δεξιά παράταξη στη χώρα μας αναγκάστηκε να πάρει αποστάσεις από την εξτρεμιστική πτέρυγά της, που εξέφραζε μια ακραία εκδοχή της μετεμφυλιακής «εθνικοφροσύνης». Κάτι ανάλογο δεν συνέβη για παράδειγμα στη μεταδικτατορική Ισπανία, όπου το δεξιό κόμμα Partido Popular, στην εξουσία σήμερα, δεν πήρε ποτέ αποστάσεις από το ένοχο παρελθόν του φρανκισμού.
Εξίσου παράδοξο είναι ίσως το γεγονός πως ορισμένες διεργασίες που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα στη δεκαετία του ’60 όχι μόνο δεν διακόπηκαν, αλλά εντάθηκαν μετά την επιβολή του καθεστώτος: ο μαζικός τουρισμός, η μαζική κατανάλωση και η μαζική κουλτούρα (βλ. τηλεόραση, παρά την προπαγάνδα) καθιερώθηκαν μέσα στην επταετία. Αλλωστε η δικτατορία επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τον καταναλωτισμό και τη βελτίωση των υλικών αγαθών προς όφελός της για την απόκτηση λαϊκού ερείσματος. «Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί» έλεγε ο Σαββόπουλος το 1969. Κάποια στιγμή θα ήταν καλό να ανοίξει η συζήτηση και για τις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες και στρώματα που ωφελήθηκαν τα μάλα από το καθεστώς των συνταγματαρχών και ως εκ τούτου σιώπησαν εκκωφαντικά, αλλά και για τη μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στα αστικά κέντρα και την επαρχία ως προς την πρόσληψη και αποδοχή του τελευταίου. Επιπλέον, οι ξένες νεολαιίστικες υποκουλτούρες αλλά και η αμφισβήτηση του ’68 όντως άφησαν και αυτές το έντονο αποτύπωμά τους στο μειοψηφικό αντιδικτατορικό κίνημα –διαθλασμένες βεβαίως λόγω του αυταρχικού κλίματος.
Ομως το επιχείρημα Καλύβα ενέχει και υπαρκτούς κινδύνους. Το να μιλάει κανείς για το ’74 χωρίς αναφορά στο γεγονός πως αυτός ο βίαιος «εκσυγχρονισμός» κόστισε ακριβά σε πολιτικό, οικονομικό, αισθητικό ή ακόμα και οικολογικό επίπεδο δημιουργεί λάθος εντυπώσεις. Η εντυπωσιακή απουσία αναφορών στη συστηματική χρήση βίας από το καθεστώς δημιουργεί επιπλέον την αίσθηση πως μιλάμε για ένα ήπιο αυταρχικό πλαίσιο, μια dictablanda χωρίς ιδιαίτερες ψυχικές και σωματικές επιπτώσεις πάνω στους αντιφρονούντες, κάτι τουλάχιστον προβληματικό. Το ίδιο το Πολυτεχνείο, μια από τις ιδρυτικές στιγμές και τους απόλυτους μνημονικούς τόπους της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, διαφοροποιεί την Ελλάδα από μέρη που εκδημοκρατίστηκαν χωρίς ιδιαίτερες συγκρούσεις –και δεν είναι τυχαίο πως ακόμα ασχολούμαστε με τις κληρονομιές και τις δεύτερες ζωές του τελευταίου και της «γενιάς» του. Τέλος, η «άνθηση» των τεχνών χρήζει πολλαπλών αστερίσκων και επεξηγήσεων: υπήρξε όντως μια εντυπωσιακή ορμή σε τέχνες όπως ο κινηματογράφος, το θέατρο και η μουσική από αντικαθεστωτικούς κύκλους και εξαιτίας ακριβώς του ίδιου του αυταρχικού πλαισίου που καθιστούσε ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση. Η λογοκρισία όμως οδήγησε στην ανάδυση ενός είδους υπαινικτικής τέχνης που έφερε το βάρος αυτού ακριβώς του πολιτικού πλαισίου στο οποίο αντιστεκόταν –με τις στρεβλώσεις του, τη βία και την αυθαιρεσία του, καθορίζοντας εν πολλοίς και όλο το στρατευμένο και υπερπολιτικοποιημένο καλλιτεχνικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης που έλκει από τη χούντα, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες απεμπλοκής από αυτή.
Το παλαιό λοιπόν αυτό έπιπλο μπορεί όντως να μην το βλέπουμε, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Καλύβας, έχει επικαθορίσει όμως σε μεγάλο βαθμό το πώς κινούμαστε μέσα στο σαλόνι μας. Και αυτό γιατί εν τέλει ήταν το ίδιο το δικτατορικό καθεστώς και οι καταστροφικές επιλογές του, αλλά και η μη αντίδραση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας σε αυτό, που επικαθόρισαν τη μορφή και εν μέρει την εξέλιξη της μεταπολίτευσης. Το ίδιο το πολιτικό προσωπικό μετά το ’74 κλήθηκε να ακυρώσει την «κληρονομία» της επταετίας –και μπορούμε να συζητήσουμε για το κατά πόσο τα κατάφερε ή όχι σε μία σειρά από τομείς. Αρα, είναι πέρα για πέρα αναληθές πως ξεπεράσαμε εύκολα και γρήγορα το «διάλειμμα» της δικτατορίας.
Η βασική όμως παγίδα στο σχήμα του Καλύβα είναι αυτή της γραμμικότητας: πως τα γεγονότα κατά κάποιο τρόπο ήταν δεδομένο ότι θα εξελίσσονταν όπως εξελίχθηκαν, δηλαδή πως το ’67 «έφερε» τρόπον τινά το ’74. Και όμως γνωρίζουμε πως τα πράγματα θα μπορούσε να είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά μέσα σε αυτό τον κυκεώνα ενδεχομενικότητας, που ήταν τα χρόνια της επταετίας. Εφόσον βουτήξουμε στα θολά νερά τού «τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε συμβεί η δικτατορία» που θέτει ο συγγραφέας, γιατί να μην πλατσουρίσουμε και λίγο στο τι θα είχε συμβεί αν είχε επιτύχει το βασιλικό αντικίνημα, αν ο Αλέκος Παναγούλης είχε καταφέρει να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο, αν οι λεγόμενοι ιέρακες είχαν επιβληθεί πάνω στις (καθόλου αθώες) περιστερές στα πρώτα χρόνια της χούντας, πώς θα είχε καταλήξει το πείραμα φιλελευθεροποίησης το ’73 αν οι φοιτητές είχαν αποχωρήσει ειρηνικά από το Πολυτεχνείο τη δεύτερη μέρα –και ούτω καθεξής. Θα είχαμε φτάσει από το ’67 στο ’74 όπως το ξέρουμε ή θα είχαμε ξεμείνει κάπου στη μέση; Και ποια θα ήταν τότε η εξέλιξη της ελληνικής αλλά και της κυπριακής κοινωνίας;
Κάποτε ο μεγάλος γάλλος ιστορικός Ανρί Ρουσό είχε ταράξει τα νερά της γαλλικής ιστοριογραφίας μέσα από μια μοναδική ανάλυση του «συμπλέγματος Βισύ», όπως το ονόμασε, σε σχέση με τις σιωπές της γαλλικής κοινωνίας για το ένοχο παρελθόν της. Είναι γεγονός πως και εμείς δεν έχουμε αντιμετωπίσει ακόμα κατάματα τη σκοτεινή εποχή της τόσο κοντινής αλλά και πολύ μακρινής συνάμα επταετίας. Αν θέλουμε να αναδείξουμε και να αναλύσουμε το δικό μας σύμπλεγμα της χούντας θα πρέπει να το κάνουμε εξίσου μεθοδικά με τον Ρουσό. Το ιστοριογραφικό άνοιγμα στη δεκαετία του ’70 και η αναψηλάφηση των γεγονότων αυτών θα πρέπει να γίνει όχι μέσα από αφορισμούς και κόντρες σε εφημερίδες, γραμμικά ή αντιπραγματικά σχήματα, αλλά κυρίως μέσα από την επίμονη και συστηματική έρευνα των ιστορικών δεδομένων και των κληρονομιών της δικτατορίας, σε σύγκριση με άλλα πλαίσια.
Ο Κωστής Κορνέτης είναι ερευνητής CONEX-Marie Curie στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Carlos III της Μαδρίτης. Το βιβλίο του «Τα παιδιά της δικτατορίας» κυκλοφορεί από τις εκδ. Πόλις