Στη χώρα μας δεν υπάρχει η ποιότητα στην οικονομία, στην παραγωγή, στη βάση που να μπορεί να ανανεώσει, να αναμορφώσει το πολιτικό σύστημα, την πολιτική σκέψη, να «επιβάλει» λειτουργικό και ηθικό δημόσιο χώρο, κράτος, αυτοδιοίκηση, πολιτικό σύστημα κ.λπ. Δεν υπάρχει η παραγωγική ορμή, που θα παρασύρει, θα επηρεάσει την ποιότητα των υπερκειμένων. Τότε τι σημαίνει άσκηση εξουσίας; H μάταιη αναμέτρηση με ένα αχανές σύστημα από τυχαιότητες, από υπολείμματα, από λομπίστες, από ανασφάλειες, από ρυθμίσεις επιβεβλημένες από μια πολυετή καπατσοσύνη. Πέτρωμα από ποικίλα θεσμοποιημένα υλικά που ο χρόνος παγιώνει και σκληρύνει. Η ακίνητη αυτή πολυμορφία παραμένει ισχυρή, αμετάτρεπτη, νεκρωτική και αναπαραγώγιμη. Η κουλτούρα «τρυπώνω ή παίρνω μια αναβολή ή θεσμοποιώ μια εξαίρεση» συστήνει το κυριότερο μέρος της πολιτικοδιοικητικής πραγματικότητας. Ακόμα και μικρές απόπειρες εξορθολογισμού τρακάρουν σε κάποια υποπαράγραφο, αόρατη, χαμένη στον χρόνο, σκοντάφτουν σε μια ρύθμιση, μια παλαιά μέριμνα για κάποιον εξάδελφο, κουμπάρο, ή στην εκδικητική ρύθμιση για κάποιο ανταγωνιστή. Τα εδραία μοντέλα πολιτικής είναι αντίτυπα αυτής της ανίκητης, τσιμεντένιας ευλύγιστης ακινησίας. Είναι λοιπόν γεγονός ότι η άσκηση εξουσίας, καθηλώνει σε έναν ρηχό εμπειρισμό, αφού το χαρακτηριστικό του ελληνικού διοικητικού συστήματος είναι οι ασυμμετρίες, οι αντιφάσεις, τα κανονιστικά θραύσματα. Ενδεικτικό αυτής της δομικής καχεξίας είναι το εξαιρετικά φτωχό θεωρητικό απόθεμα των συντηρητικών παρατάξεων που άσκησαν πολυετώς εξουσία και άρα ενσωμάτωσαν και ενσωματώθηκαν στη χαμηλή της ποιότητα (η εμπειρική μονομέρεια καταδικάζει στη «φτώχεια»). Μεγάλο μέρος της θεωρητικής σκευής τους απολήγει σε μια ηθικολογική καθαρολογία γεμάτη άσαρκες έννοιες, που τρέχουν στα editorials ή στα υπηρεσιακά κείμενα της ευρωπαϊκής και διεθνούς γραφειοκρατίας. «Φιλελεύθερη οικονομία», «επιχειρηματικότητα», «βέλτιστες πρακτικές», «αξιοκρατία» που φυσικά υποκρύπτουν την «έρημο του ελληνικού πραγματικού»: τους κολλητούς, τα δικά μας παιδιά, τις ιδιοτελείς ρυθμίσεις. Οι μανιχαϊσμοί του τύπου: «κρατικιστές – φιλελεύθεροι» είναι οι οπτικοί αντίποδες του «κοινωνιστές – φιλελέδες». Η καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία αποτέλεσαν τον αγωγό άνθησης του μεσαίου χώρου και συνέβαλαν στην ανάδυση μιας κουλτούρας μεσότητας, έχει επιταχύνει αυτή τη θεωρητική και αντιληπτική ερημοποίηση. Που φυσικά δεν είναι έκλειψη μιας απλής θεωρητικής καλολογίας, αλλά αποδόμηση κάθε αναλυτικού ερωτήματος. Εν τούτοις είναι ενδιαφέρον ότι παραμένει υψηλή η πεποίθηση του μεσαίου χώρου. Είναι ενδιαφέρον ότι σε ένα σοβαρό μέρος των διανοουμένων, πολιτών που διαβάζουν, που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις, ακόμα και των εμπαθών, διατηρείται μια ανοικτή ερωτηματική γλώσσα, υποκρύπτεται μια απορία.
Στα γραπτά, σε συνεντεύξεις, σε εργασίες, συχνά σε έργα τέχνης, ακόμα και σε αναρτήσεις, επιβιώνει μια ποιότητα ως μικροοργανισμός μετά την πυρκαγιά. Το ερώτημα του μεσαίου χώρου, της μεσότητας δεν σχετίζεται απαραίτητα ή ευθέως με τα σχήματα που αποτέλεσαν την κομματική βεντάλια του Κέντρου, αλλά με τα σώματα που συνέστησαν την πολιτιστική βιοποικιλότητα αυτού του ειδικού, ολιγάριθμου κοινού. Μιας ειδικής, ουσιαστικά απονομιμοποιημένης επικράτειας, μιας ομάδας πολιτών που αν και βρίσκονται σε ένα επώνυμο περιθώριο, δεν νιώθουν την ενότητα, δεν κατανοούν τη σπανιότητα. Διασπασμένοι, αλληλοκατηγορούμενοι, αγοραφοβικοί, νάρκισσοι, μόνοι, «αντι-».
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων