«Μπορούμε», είπε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός μετά το κλείσιμο –επιτέλους –της αξιολόγησης, θυμίζοντας ένα παλιό σύνθημα. Ποιος δεν θά ‘θελε να τον πιστέψει;
Ως λαός, πράγματι μπορούμε και το έχουμε αποδείξει επανειλημμένα στο παρελθόν. Αρκεί όμως να υπάρχει, όπως τότε, μια κατάλληλη πολιτική ηγεσία που θα εμπνέει και θα καθοδηγεί. Και εδώ βέβαια αρχίζουν τα δύσκολα.
Α. Ας αρχίσουμε από το κυβερνητικό κόμμα. Ανήλθε στην εξουσία κουβαλώντας όλες τις παιδικές ασθένειες της Αριστεράς αλλά και με πρόσωπα που προδήλως άγγιζαν τα όρια του γραφικού… Συμμάχησε δύο φορές με ένα από τα χειρότερα ακροδεξιά αποκυήματα της κρίσης (και τώρα απευθύνει εκκλήσεις συνεργασίας στα κόμματα της Κεντροαριστεράς…). Αντιμετώπισε την οικονομία με πρωτοφανή ελαφρότητα, φορτώνοντάς την με νέα δυσβάστακτα βάρη αλλά και τραυματίζοντας βάναυσα τους δημοκρατικούς θεσμούς και τη Δικαιοσύνη. Οταν δε συνειδητοποίησε ότι η χώρα πήγαινε στα βράχια, σήμανε άτακτη υποχώρηση, χωρίς να αφήσει ούτε μια κόκκινη γραμμή απαραβίαστη, προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία.
Κι όλα αυτά χωρίς ίχνος πραγματικής αυτοκριτικής, με εμφανή διαχειριστική ανεπάρκεια (στα περισσότερα υπουργεία) και με εμμονή σε διχαστικές λογικές ακόμη και για κρίσιμα ζητήματα που απαιτούν ευρύτερες συναινέσεις (π.χ. τηλεοπτικές άδειες, συνταγματική αναθεώρηση, μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και την αυτοδιοίκηση).
Β. Αλλά και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. Το βήμα που έκανε με την επιλογή ενός μετριοπαθούς πολιτικού της Κεντροδεξιάς έμεινε μετέωρο καθώς τον τόνο δίνουν οι υστερικές φωνές του ακραίου συντηρητισμού, της πόλωσης και του ρεβανσισμού. Ο λόγος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει ήδη ευνουχιστεί σε ζητήματα πολιτικού φιλελευθερισμού (π.χ. σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας) αλλά και κυριαρχείται πλέον από έναν στείρο και άκριτο απολογητισμό για τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά, που αποτέλεσαν μοιραία πρόσωπα του ελληνικού δράματος.
Γ. Το παζλ των προβληματικών συνιστωσών του πολιτικού μας συστήματος συμπληρώνεται από τα κόμματα της Κεντροαριστεράς.
Το Ποτάμι, παρά το δυναμικό του ξεκίνημα, είναι φανερό πλέον ότι έχει μπει σε τροχιά διάλυσης, τόσο λόγω της ιδιοκτησιακής νοοτροπίας και του πολιτικού ναρκισσισμού του αρχηγού του όσο και λόγω του θολού και επαμφοτερίζοντος μηνύματος που εκπέμπει.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη αποτελεί μεν την μόνη «υπαρκτή» πολιτική δύναμη στον χώρο αλλά ταλανίζεται από έντονα προβλήματα που την κρατούν καθηλωμένη παρ’ ότι εν δυνάμει θα μπορούσε να αποτελέσει ξανά τον εναλλακτικό προοδευτικό πόλο απέναντι στην ψευδεπίγραφη «πρώτη φορά Αριστερά». Είναι αναμφίβολο, βέβαια, ότι κατέβαλε το πλέον δυσανάλογο πολιτικό κόστος σε σχέση με τις –υπαρκτές –ευθύνες του, ενώ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια άδικη και ισοπεδωτική κριτική. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί ούτε ρόλο τιμητή αλλά ούτε και τον εγκλωβισμό σε έναν άκριτο απολογητισμό, που υπηρετεί συχνά προσωπικές επιδιώξεις αυτοδικαίωσης.
Θα ήταν λοιπόν εξαιρετικά θετικό μήνυμα σε όλο το πολιτικό σύστημα αν στο προσεχές συνέδριό του ο χώρος αυτός:
α) απεμπλακεί από ιδιοτελείς ατομικές στρατηγικές και οργανωτίστικες λογικές,
β) προχωρήσει σε θαρραλέα, νηφάλια και λυτρωτική αυτοκριτική, τόσο για τα πολλά και κρίσιμα λάθη του όσο και για τα συμπτώματα καθεστωτισμού και μετάλλαξης που σημάδεψαν την πορεία του,
γ) αποσαφηνίσει την πολιτική φυσιογνωμία του με σταθερά σημεία αναφοράς την υπεράσπιση της δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας αλλά και με ιδιαίτερη έμφαση στην αναβάπτισή του με σύγχρονους και υπεύθυνους όρους στις πιο προοδευτικές –ευρωπαϊκές και εγχώριες –παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατίας, του πολιτικού φιλελευθερισμού, του ευρωκομμουνισμού και του οικοσοσιαλισμού.
Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου «Ποια Αριστερά;» (εκδ. Πόλις)