Ωστε λοιπόν «η δικτατορία ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα, ίσως γιατί υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα δίχως μεγάλη σημασία»; Ετσι καταλήγει το άρθρο του Στάθη Ν. Καλύβα που έχει τίτλο «Μια παράδοξη κληρονομιά» (Καθημερινή 18-6-2017), αλλά αποτελεί το ίδιο μια πελώρια παραδοξολογία.
Το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου αναφέρεται στο τι θα είχε συμβεί ή δεν θα είχε συμβεί χωρίς τη δικτατορία. Πρόκειται για απλές υποθέσεις και εικασίες που δεν επιδέχονται, από τη φύση τους, ούτε απόδειξη ούτε αντίκρουση. Γι’ αυτό, δεν έχει κανένα νόημα να παραθέσει κανείς αντίθετες υποθέσεις και εικασίες. Το μόνο ενδιαφέρον είναι η κατηγορηματική κατάληξη του άρθρου: ότι η δικτατορία «ξεπεράστηκε εύκολα» ως «μικρό διάλειμμα δίχως μεγάλη σημασία».
Το πρώτο ζήτημα που ξεπηδάει αυτόματα είναι βέβαια η Κύπρος. Σχετικά με την Κύπρο, το μόνο που απασχολεί τον Καλύβα είναι ότι το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 [λανθασμένα αναφέρεται 1973] ήταν «θνησιγενές και άμεσα απότοκο του ελληνικού». Το ότι ακολούθησε τουρκική εισβολή και διχοτόμηση του νησιού δεν τον απασχολεί, παρά μόνο στο μέτρο που «η κυπριακή τραγωδία (…) κατέστησε δυνατή μια ριζική και άμεση λύση του “δημοκρατικού προβλήματος” της χώρας».
Εδώ υπάρχουν δύο ενδεχόμενες προσεγγίσεις. Σύμφωνα με την πρώτη –ας την πούμε «παραδοσιακή» –εξαιτίας της δικτατορίας συντελέστηκε στην Κύπρο μια εθνική καταστροφή ανάλογη με τη Μικρασιατική (για την οποία εξακολουθούν ζωηρές διαμάχες και ουδείς διανοείται να τη χαρακτηρίσει «δίχως μεγάλη σημασία»). Καταστράφηκε ένα κομμάτι του Ελληνισμού και χάθηκε αμετάκλητα μια μεγαλόνησος εξίσου ελληνική με την Κρήτη, τον καιρό της δικής της ένωσης με την Ελλάδα (αν συνυπολογίσουμε το ποσοστό του μη ελληνικού πληθυσμού).
Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, για να πει κανείς ότι η καταστροφή της Κύπρου υπήρξε «δίχως μεγάλη σημασία» πρέπει να υιοθετήσει μια νέα, κολοβή εκδοχή του νεοελληνικού εθνικισμού ή και να τον εγκαταλείψει τελείως. Στην οπτική αυτή, οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι πια «ομοεθνείς» και το Παγκύπριο Γυμνάσιο, που συμπληρώνει δύο αιώνες λειτουργίας, είναι απλώς «ελληνόφωνο» και όχι ελληνικό (όπως μου είπε πρόσφατα διευθύντρια ερευνών του ΕΙΕ). Ομως, αυτή η αναθεώρηση ή και εγκατάλειψη του παραδοσιακού εθνικισμού, η αναγκαστική προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, τόσο από τους Ελλαδίτες όσο και από τους Ελληνοκυπρίους, αποτελεί και στην περίπτωση αυτή μια ριζική αλλαγή που προκάλεσε η δικτατορία. Αν η απώλεια της Κύπρου δεν έχει μεγάλη σημασία, αυτή η εκτίμηση από μόνη της αποκτά μεγάλη σημασία, ως ρήξη με το παρελθόν.
Δεν υπονομεύτηκε μόνο ο εθνικισμός από τη δικτατορία, προπαντός με την ανεξιλέωτη προδοσία και καταστροφή στην Κύπρο. Χρεοκόπησαν επίσης «συντηρητικές» αξίες καίριας σημασίας για την κοινωνική ζωή, όπως ο σεβασμός για την ιεραρχία. Αυτός χάθηκε από την πρώτη στιγμή, με τη συμπεριφορά που έδειξαν οι συνωμότες απέναντι στους ανωτέρους τους και στον τότε βασιλέα, στον οποίο υποτίθεται ότι είχαν ορκιστεί πίστη. Στη συνέχεια, απλοί φαντάροι τής τότε στρατιωτικής αστυνομίας (ΕΣΑ) βασάνιζαν ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς.
Τα κάθε λογής θύματα της δικτατορίας, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ίσως δεν έχουν «μεγάλη σημασία» για όποιον προσεγγίζει τη «μεγάλη εικόνα» όπως ο Καλύβας. Αλλά η εμβληματική περίπτωση του συνταγματάρχη Σπύρου Μουστακλή που έμεινε ανάπηρος από τα βασανιστήρια, δείχνει ότι τότε εξαερώθηκαν ασυλλόγιστα αξίες συνυφασμένες με το στρατιωτικό επάγγελμα και τη στρατιωτική τιμή. Στην Αθήνα οι βασανιστές της ΕΣΑ σακάτευαν αξιωματικούς με ένδοξη πολεμική δράση και λίγο μετά, στην Κύπρο, ελλαδίτες αξιωματικοί το έβαζαν στα πόδια μπροστά στον εισβολέα, φροντίζοντας όμως να διασώσουν τα ψυγεία και τις άλλες οικιακές συσκευές τους. Δεν τιμωρήθηκε κανείς τους. Δεν έχασε κανείς όσα απέκτησε χάρη στη δικτατορία.
Στην πράξη, η δικτατορία υπήρξε επιβολή όχι μιας στρατιωτικής ομάδας με θεσμική νοοτροπία και ιδιαίτερες αξίες, αλλά μιας αδίστακτης συμμορίας χωρίς αρχές που απλώς φορούσε στολή και διέθετε όπλα. Στους στρατιωτικούς, αλλά και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα, πρόσφερε ένα πρότυπο απόλυτου και προπαντός ατιμώρητου αμοραλισμού (αφού ελάχιστοι πλήρωσαν ελάχιστα). Υπήρχε ποτέ περίπτωση αυτό το «μικρό διάλειμμα» να μην αφήσει ερείπια και στο πεδίο των νοοτροπιών;
Ειδικά στην εκπαίδευση και προπαντός στην ανώτατη, οι βλάβες παραμένουν ανεπανόρθωτες και ίσως ανίατες. Δεν είναι μόνο ότι η δικτατορία μάς κληροδότησε μια τραγελαφική αντίληψη περί πανεπιστημιακού ασύλου, ως αντίδραση στις δικές της βάναυσες παραβιάσεις του. Περισσότερο κρίσιμος υπήρξε κατά βάθος ο πλήρης εξευτελισμός των τότε πανεπιστημιακών καθηγητών, με ελάχιστες (αλλά φωτεινότατες) εξαιρέσεις. Χάρη στην τηλεόραση, είδε το πανελλήνιο τους καθηγητές να παρακολουθούν, υποταγμένοι και δουλοπρεπείς, τα παραληρήματα του Παπαδόπουλου. Υστερα, για να αποφύγουν την «αποχουντοποίηση», οι ξεφτιλισμένοι έδωσαν γην και ύδωρ στα νέα αφεντικά, δηλαδή στις κομματικές «φοιτητικές» παρατάξεις, εγκαινιάζοντας έναν φαύλο κύκλο ασέβειας, εξαχρείωσης και διαφθοράς από τον οποίο δεν μπορούν μέχρι τώρα να βγουν οι διάδοχοί τους. Στη δικτατορία τελικά ανάγονται οι καταβολές τόσο της ακραίας ανομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους σήμερα όσο και των προκλητικών σχετικών δηλώσεων του αρμόδιου, υποτίθεται, υπουργού.
Όχι, η δικτατορία δεν «ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα». Αντίθετα μάλιστα, τους λογαριασμούς που άφησε τους πληρώνουμε ακόμη. Στην Κύπρο θα τους πληρώνουμε στο διηνεκές –όσοι δεν τη θεωρούμε απλώς «ελληνόφωνη». Αν κάποιος νομίζει ότι όλα αυτά δεν έχουν δα και τόσο μεγάλη σημασία, αποτελεί ο ίδιος τρανή και ζωντανή απόδειξη πως κάτι άλλαξε εξαιτίας της δικτατορίας. Μήπως όμως, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν είναι σε θέση να κρίνει ο ίδιος πόσο σημαντικό είναι αυτό που χάθηκε;
Ο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών