Το ευρύ κοινό τον γνώρισε μέσα από το «Survivor». Μέλος της ομάδας των διασήμων, με το επιβλητικό παρουσιαστικό και τη χιπ-χοπ διάθεση, στους τέσσερις μήνες της παραμονής του στο απομονωμένο νησί του Αγίου Δομίνικου, δεν συνήθιζε να μονοπωλεί τον τηλεοπτικό χρόνο του ριάλιτι με τα καμώματά του. Τα 115 κιλά που κουβαλούσε πάνω του δεν τον έκαναν ανταγωνιστικό στα αγωνίσματα απέναντι στους αντιπάλους του, ωστόσο έδωσαν μπόλικη τροφή για viral memes στο Διαδίκτυο, ταξιδεύοντας μακριά το όνομά του και χαρίζοντάς του μια κάποια αναγνωρισιμότητα.
Ισως o Βο σε αυτό στόχευε με τη συμμετοχή του στο παιχνίδι επιβίωσης του Σκάι. Και αυτό θα διεκδικήσει τώρα που επέστρεψε πια από τις εξωτικές παραλίες της Καραϊβικής, αποκλεισμένος μεν από την τελική φάση του «Survivor», αλλά νικητής στη μάχη της εφήμερης διασημότητας.
Η πείνα, η ταλαιπωρία και η απώλεια 30 κιλών είναι στο χέρι του να εξαργυρωθούν σ’ ένα καλύτερο μέλλον, ρουφώντας ό,τι έχει να δώσει αυτό το νέο τηλεοπτικό φαινόμενο.
Ο Χαράλαμπος Ξενίδης, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, δεν είναι νέος στην κουτσουρεμένη εγχώρια μουσική βιομηχανία ούτε και η καλλιτεχνική του διαδρομή έχει ακολουθήσει την πορεία διάττοντα αστέρα.
Από τη δεκαετία του 1990, που έκανε τα πρώτα του βήματα στη χιπ-χοπ σκηνή, μέχρι σήμερα, το παλεύει για να καταξιωθεί και να δει την καριέρα του να απογειώνεται. Η προσπάθειά του είναι συνεπής και υποστηρίζεται από την ίδια τη ζωή του. Αλλωστε, η καθημερινότητά του δεν μοιάζει ακριβώς να είναι εύκολη.
Γεννημένος το 1975 στη Γερμανία από έλληνες γονείς με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε στην Ελλάδα στα 13 του χρόνια παρέα με τη μητέρα του και την κατά δύο χρόνια μικρότερη αδελφή του.
Εναν χρόνο μετά, οι δικοί του χώρισαν οριστικά κι ο νεαρός Βο έμεινε να μεγαλώνει με τη βοήθεια του παππού και της γιαγιάς. Το σχολείο την περίοδο εκείνη ήταν εμπόδιο στην προσπάθεια βιοπορισμού, γι’ αυτό και αποφάσισε εν τέλει να το παρατήσει ώστε να βγει για μεροκάματο.
Το 1992 άρχισε να δουλεύει σε νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης ως αυτοδίδακτος χορευτής, χορογράφος και ράπερ, διεκδικώντας το δικαίωμα στο όνειρο και συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο την οικογενειακή παράδοση στη μουσική.
Τέσσερα χρόνια μετά, παίρνει την απόφαση να κατέβει στην Αθήνα ώστε να κυνηγήσει μια καριέρα στη μουσική, με άδεια τσέπη αλλά μπόλικες φιλοδοξίες. Και τα καταφέρνει όταν το 1998 συμμετέχει στην παραγωγή του CD των Goin’ Through «Συμβόλαιο τιμής» και γίνεται μέρος της φαμίλιας του Νίκου Βουρλιώτη.
Τα φωνητικά στο τραγούδι «Θέλω να γυρίσω στα παλιά» με τον Γιώργο Μαζωνάκη και το χιπ-χοπ συγκρότημα και στις «Ψυχές» με την Αλκηστη Πρωτοψάλτη πιστοποιούν ότι κάτι καλό ψήνεται επιτέλους και του δίνουν το έναυσμα για να προχωρήσει με πιο σίγουρα βήματα.
Ακολουθεί η συνεργασία του με τον Γιώργο Αλκαίο σε τρεις δίσκους και το 2005 έρχεται η δική του σειρά για να κυκλοφορήσει το πρώτο του CD με τίτλο «Βο: Η επαφή». Ο δίσκος περιλαμβάνει 15 κομμάτια με ελληνικούς και αγγλικούς στίχους, r’n’b, χιπ-χοπ, οριεντάλ και ροκ στοιχεία, προσπαθώντας ν’ αφήσει το δημιουργικό του στίγμα.
Παράλληλα, αρχίζει να «χτίζει κορμί» ασχολούμενος με βάρη,
κικ μπόξινγκ και μποξ. Και αναπτύσσει μια άλλη δραστηριότητα που τελικά φαίνεται ότι του πάει πολύ και τον διατηρεί κατά καιρούς στον αφρό της μουσικής δράσης: τη συνεργασία του με άλλους καλλιτέχνες, αναλαμβάνοντας να κάνει τα χιπ-χοπ κομμάτια.
Ο Bo συμμετέχει σε συνθέσεις και ντουέτα σε χρυσούς και πλατινένιους δίσκους επιτυχημένων εμπορικά καλλιτεχνών, όπως οι Δέσποινα Βανδή («Come along now»), Νότης Σφακιανάκης («Εχει να κάνει»), Νατάσα Θεοδωρίδου («Θα ορκιστώ σε ό,τι έχω ιερό»), Νίκος Μακρόπουλος, Καλομοίρα, Αννα Βίσση («Στην πυρά») κ.ά.
Ακόμα, παίρνει μια γεύση από διεθνή καριέρα όταν ο ράπερ Coolio εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη και πατάει μαζί του στη σκηνή.
Ή όταν ο Στίβι Γουόντερ έψαχνε να κάνει μια διασκευή του «Look around» κι ανάμεσα στις δέκα επικρατέστερες προτάσεις που άκουσε ήταν αυτή του Alex Anteos με τον Bo στα φωνητικά.
Το 2010 ήταν μια καλή χρονιά για τον ίδιο αφού κυκλοφόρησε το κομμάτι του «Θα ‘θελα» παρέα με τον Stan, ενώ μπαίνει στην καλλιτεχνική του ζωή η Χριστίνα Σάλτη, με την οποία γίνονται στενοί συνεργάτες ερμηνεύοντας από κοινού τραγούδια όπως το «Κάνε με να τρελαθώ» ή το «Πιο κοντά». Τραγούδια ανάλαφρα, με μείγμα ποπ, χιπ-χοπ και ηλεκτρονικών ήχων, που χορεύονται όμως ξέφρενα στα καλοκαιρινά κλαμπ και προσθέτουν πόντους στη μουσική εμπορική μάχη.
Σ’ αυτό το στυλ πάτησε καλά ο Bo και μέχρι σήμερα, βγάζοντας αντίστοιχα «άσματα» με νεαρές τραγουδίστριες κατηγορίας «από φωνή κορμάρα», όπως η Ιουλία Καλλιμάνη («20 χρονών»), η Shaya («Καλοκαιρινή καρδιά») και η Melis Kar («Gitti Gitti»).
Στην προσπάθεια να ενισχύσει την εικόνα του, πήρε το βάπτισμα του πυρός στα τηλεοπτικά ριάλιτι με τη συμμετοχή του στο τάλεντ σόου «Just the 2 of us» του Mega, κάνοντας μουσικό ζευγάρι με την ηθοποιό Μαρία Κορινθίου, αλλά χωρίς να αποσπάσουν ιδιαίτερες δάφνες. Η επανάληψη του εγχειρήματος μέσω «Survivor» μένει να φανεί αν θα πιάσει τελικά τόπο!