Ήταν λίγες ημέρες μετά το σοκ της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ όταν ένας μεγάλος ευρωπαίος στοχαστής περιέγραφε με έναν νεολογισμό την κληρονομιά που θα άφηνε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ στην πολιτική ζωή της χώρας του. Αυτή, είχε πει, θα ήταν η «μπαναλοποίηση» της υποβάθμισης του δημόσιου λόγου. Με άλλα λόγια, οι πολίτες θα συνήθιζαν τη γλώσσα του σε τέτοιον βαθμό – τη γλώσσα της ευτέλειας, του ψεύδους, του περιθωρίου – ώστε δεν θα τους έκανε πλέον καμία εντύπωση.
Ένας μεγάλος έλληνας στοχαστής, ο Μάνος Χατζιδάκις, θα εξέφραζε τον ίδιο προβληματισμό διαφορετικά. Θα επεσήμαινε τον κίνδυνο να συνηθίσουμε το τέρας της ευτέλειας, του ψεύδους, του περιθωρίου σε τέτοιον βαθμό ώστε να αρχίσουμε να του μοιάζουμε. Είναι ακριβώς αυτός ο κίνδυνος με τον οποίο βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία εξαιτίας μιας πολιτικής εξουσίας η οποία κινείται πολύ συχνά σε ανεπίτρεπτα όρια αμετροέπειας για οποιονδήποτε θεσμό μιας στοιχειωδώς ευνομούμενης πολιτείας.
Δεδομένων των κάκιστων επιδόσεών της σε σχεδόν όλους τους τομείς της διακυβέρνησης, αυτή φαίνεται πως θα είναι η κληρονομιά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ: ένας επιθετικός λόγος που γίνεται υβριστικός και πολλές φορές παραληρηματικός ειδικά όταν οι εκπρόσωποί της, είτε από το κυβερνών κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε από το συγκυβερνών της εθνικιστικής Δεξιάς, βρίσκονται εν αδίκω. Οι κυβερνητικοί φορείς αυτού του λόγου είναι τόσο πολλοί ώστε να μη μιλούμε για μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά για το συνολικό ύφος μιας κυβέρνησης. Μια τέτοια κληρονομιά δεν αξίζει σε καμία κοινωνία.