Το έδαφος για να μειώσει το χρηματοοικονομικό κόστος της και να συμμετάσχει στη διεκδίκηση νέων μεγάλων έργων στρώνει η έκδοση του ομολόγου 300 εκατ. ευρώ της Μυτιληναίος, που συνοδεύτηκε από μεγάλη ανταπόκριση εκ μέρους της αγοράς. Το επιτόκιο διαμορφώθηκε σε 3,1% και η συνολική ζήτηση ανήλθε σε 740,8 εκατ. ευρώ, δηλαδή η έκδοση υπερκαλύφθηκε κατά 2,47 φορές (ή κατά 147%).
Το αρχικό εύρος απόδοσης ήταν μεταξύ 3% – 3,5%, αλλά χάρη στη μεγάλη ζήτηση το κουπόνι έκλεισε προς το κατώτατο όριο, δηλαδή στο 3,1%, που σύμφωνα με τα στοιχεία της αγοράς είναι το φθηνότερο που έχει πετύχει ποτέ ελληνική βιομηχανία. Και αυτό καθώς ο κλάδος δανείζεται στα επίπεδα του 4%.
Στελέχη της αγοράς κάνουν λόγο για μεγάλη επιτυχία και ανταπόκριση καθώς οι εντολές από ιδιώτες (retail) φτάνουν τις 10.500 και σε μεγάλο βαθμό αφορούν και επενδυτές με χρήματα εκτός τραπεζικού συστήματος. Δηλαδή, αφενός κάποιοι είδαν ευκαιρία και τοποθέτησαν χρήματα στο ομόλογο της Μυτιληναίος, αφετέρου η έκδοση δεν στέρησε ρευστότητα από το τραπεζικό σύστημα. Πολλώ δε μάλλον όταν τα περισσότερα τα κεφάλαια που άντλησε η εταιρεία θα αξιοποιηθούν για την αποπληρωμή δανειακών της συμβάσεων και άρα στην πράξη τα ποσά θα επιστρέψουν στις τράπεζες.
Σε επίπεδο θεσμικών χαρτοφυλακίων, οι εντολές κυμάνθηκαν γύρω στις 90, φτάνοντας το συνολικό ποσό των 330 εκατ. ευρώ. Χαρακτηριστικό της ζήτησης ήταν και το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Αναπτυξιακή Τράπεζα που είχε δηλώσει συμμετοχή στο ομόλογο με 50 εκατ. ευρώ, τελικά άντλησε γύρω στα 30 εκατ. ευρώ, με βάση τη ζήτηση, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε.
ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΕΡΓΑ. Η επιτυχία της έκδοσης του ομολόγου, του μεγαλύτερου που έχει ποτέ εκδοθεί στην Ελλάδα από ιδιωτική εταιρεία, συμπίπτει με τον μετασχηματισμό του ομίλου από παραδοσιακή holding σε μια νέα επιχειρηματική οντότητα, μακριά από τις αλληλοκαλύψεις των θυγατρικών μιας εταιρείας συμμετοχών, και ανοίγει τον δρόμο για ανάληψη μεγαλύτερων έργων. Σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο της Μυτιληναίος, τα κεφάλαια των 300 εκατ. ευρώ θα διατεθούν κατά 80% για την αναχρηματοδότηση υφιστάμενου τραπεζικού δανεισμού του ομίλου, κατά 10% για την κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών σε κεφάλαιο κίνησης και κατά 10% για την αναχρηματοδότηση βραχυπρόθεσμου τραπεζικού δανεισμού της εκδότριας ή και των θυγατρικών.