Ξυλοδαρμοί και συγγνώμες

Κουίζ για… γερά νεύρα μέσα στον καύσωνα: Ποιος δημόσιος πολιτιστικός οργανισμός έχει να επιδείξει όχι μόνον ντροπιαστικές κλοπές υλικού (ξήλωμα ολόκληρων εγκαταστάσεων!) αξίας πολλών χιλιάδων ευρώ, ανασφάλιστη εργασία με πρόστιμα επίσης πολλών χιλιάδων ευρώ, κόντρες για τις συλλογικές συμβάσεις, διαπληκτισμούς, ξυλοδαρμούς, συγγνώμες, αποδοχή τους δημόσια (με ζέση αυτό το δημόσια!) και άλλα ευτράπελα; Οι ευρόντες ας προβλέψουν, ως Πυθίες (ή Κασσάνδρες;), και τι άλλο μέλλει να δούμε…

«Ανθρωποι φερμένοι από αλλού και γεννημένοι σε χώρες που δεν υπάρχουν πια…». Κάπου εκεί φτάνουμε να μιλάμε για ιθαγένεια και μνήμη ή μνήμες από πατρίδες που δεν υπάρχουν πια. Κάπου εκεί γεννιέται το «B.ound – το σκηνικό που φοβάται» της Χριστιάνας Λαμπρινίδη, που ανοίγει αύριο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά –φετινό πόλο δράσεων του Φεστιβάλ Αθηνών -, στο πλαίσιο της ενότητας «Γεφυρώνοντας τις διαφορετικότητες». Τελικά, μας καθορίζει η χώρα και η πατρίδα; (είναι το ερώτημα). «Μας καθορίζει» πιστεύει η σκηνοθέτρια του «B.ound» Μάνια Παπαδημητρίου. «Είτε γεννηθήκαμε και ζούμε σε αυτήν είτε γεννηθήκαμε αλλού και ζούμε αλλού είτε γεννηθήκαμε κάπου όπου δεν μας δίνουν την ιθαγένεια, γιατί οι γονείς μας είναι από αλλού. Με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περίπτωση, αλλά οπωσδήποτε με τεράστια επιρροή από την εσωτερική και πολιτισμική ταυτότητα». Ο τίτλος της παράστασης έχει σχέση με τα δεσμά (bound) και την αλληλεξάρτηση που δημιουργούν στους λαούς και στους ανθρώπους, μου λέει η Μάνια Παπαδημητρίου. «Το σκηνικό που φοβάται» είναι «ολόκληρο το κατασκεύασμα που αυτή η αλληλεξάρτηση δημιουργεί και που δεν μπορεί ποτέ να κυβερνηθεί παρά μόνο από αόρατους μαριονετίστες που κινούν ως μαριονέτες – δεσμώτες και τις ίδιες τις εξουσίες κρατών ή ίσως κυρίως αυτές».

«Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη» γράφει η Κική Δημουλά. «Στην παράσταση διαπραγματευόμαστε μνήμες και αφηγήσεις άλλων, όπως τις κατέγραψε η συγγραφέας μας Χριστιάνα Λαμπρινίδη. Δεν είναι κατάδυση στην προσωπική μας μνήμη, αλλά προσπάθεια ενσυναίσθησης μιας πολυπολιτισμικότητας μέσω των αφηγήσεων άλλων. Εκείνοι πάλι έχουν ένα παρόν να αφηγηθούν και όχι μνήμες. Οι παππούδες τους έχουν μνήμες, αλλά δεν συμφωνούν πάντα με την πραγματικότητα των παιδιών. Εδώ ο πληθυντικός αριθμός επιτρέπεται και η αποσπασματικότητα όλων αυτών των μονολόγων μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε σκέψεις για άλλα πράγματα. Οπως το ποιος είναι αυτός που καθορίζει την έννοια “συλλογική μνήμη” και ποιος είναι πίσω από εκείνες τις πράξεις που αφήνουν ανεξίτηλα τραύματα και χαράζουν τις μνήμες ολόκληρων λαών» μου εξηγεί η Μάνια Παπαδημητρίου. Μνήμες, λοιπόν. Ξεφεύγει κάποιος από αυτές; «Ο μόνος τρόπος να ξεφύγεις από τη μνήμη είναι να την εξαντλήσεις. Να την πάρεις μαζί σου και να την επεξεργαστείς ώς τα πιο μύχια της ψυχής σου. Να επιδιώξεις να συναντηθείς με ό,τι σε πονάει και να το αντιμετωπίσεις κατά μέτωπο. Αλλιώς, απλώς απωθείς τη μνήμη, αλλά δεν τελειώνεις μαζί της. Αλλοι άνθρωποι κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Ως λαός έχουμε πλέον και τις δύο ποιότητες μέσα μας. Πολύ συχνά γυρνάμε στο απώτατο παρελθόν επειδή αδυνατούμε να διαχειριστούμε τους κοντινούς μας προγόνους. Αλλοτε πάλι αδιαφορούμε για κάθε παρελθόν και θεωρούμε πως όλα ξεκίνησαν με τη δική μας γέννηση, ερμηνεύοντας τα πάντα μέσα από την προσωπική μας ιστορία ο καθένας».
Χορός απάτριδων το «B.ound»; «Η έννοια “άπατρις” είναι μια πολύ επικίνδυνη έννοια. “Είμαι άπατρις” σημαίνει όχι ότι δεν έχω, αλλά ότι δεν αναγνωρίζω πατρίδα. Οι περισσότεροι άνθρωποι στο έργο μας έχουν πατρίδα, αλλά μπορεί αυτή να έχει διαλυθεί από τον πόλεμο ή από εμφύλιες συγκρούσεις. Απατρις μέσα στο έργο μας είναι μόνο ένας ρόλος που αυτοαποκαλείται ελεύθερος σκοπευτής. Μόνον αυτός δηλώνει άπατρις και το εννοεί. Δεν θα έλεγα πως αυτό γεννάει κάτι καινούργιο. Αν γεννάει, τότε αυτό το καινούργιο είναι άκρως τρομακτικό. Ολοι οι άλλοι ζητούν χαρτιά για να έχουν μια πατρίδα και να μπορούν να εργαστούν σε αυτήν». Μέσα από αυτές τις εμπειρίες ανθρώπων «από άλλες πραγματικότητες» μαθαίνουμε «και αυτό ίσως μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε και για το δικό μας πιθανό μέλλον», προσθέτει η Μάνια Παπαδημητρίου. Η οποία θα επαναλάβει από τον Οκτώβριο τη «Γυάλα» της Τζένης Δάγλα, σε σκηνοθεσία Ασπας Τομπούλη, με ηρωίδα τη Λούση, «μια Αθηναία στο σπίτι της», τη Λούση, «το χρυσόψαρο στη γυάλα», στο θέατρο Φούρνος (όπου είδαμε σε σκηνοθεσία Γιάννη Φίλια και τη «Λιθουανία» του φιλέλληνα ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ, που έχει ταφεί στη Σκύρο –αγαπημένου για τον στίχο «Δώθε από τον Παράδεισο / λίγη παρηγοριά υπάρχει στη Γνώση» -, και τα sold out «50 μ. ελεύθερο» από την MDA Hellas και την ομάδα ARTimeleia, σε σκηνοθεσία Αννίτας Καπουσίζη – φωτογραφία). Ελπίζοντας πως και θα βρει στέγη και στη νέα σεζόν το «B.ound – το σκηνικό που φοβάται», στο οποίο παίζουν ακόμη οι Τάσος Αντωνίου, Ιουλία Γεωργίου, Νίκος Γιαλελής, Βαγγέλης Ζαπανιώτης, Καίτη Ιωαννίδου, Αγγελική Καρυστινού, Μάτα Καστρησίου, Θεοφάνης Μιλλεούνης, Μαρία Κόμη-Παπαγιαννάκη, Μαρίνα Χρονοπούλου και η μικρή Αλκμήνη Παπαγεωργίου.

Αυτή την ευθύνη ποιος θα την πάρει;

Τελικά όλα είναι ζήτημα (πολιτικής) ευθύνης. Και του ποιος θα την πάρει. Αυτό πιστεύει οΑιμίλιος Χειλάκηςγια την ευριπίδεια «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», που ξεκινάει απόψε, στις 21:30, από το Κατράκειο της Νίκαιας το καλοκαιρινό ταξίδι της (περιοδεία). Για εκείνους που φέρουν την ευθύνη ενός ολόκληρου στρατού και δεν μπορούν –ή δεν τολμούν –να την αναλάβουν, όπως και την ευθύνη να πεθάνει ένα παιδί και τελικά το παιδί αναλαμβάνει την ευθύνη να πεθάνει μιλάει ο Ευριπίδης. «Το έργο μιλάει για τη στιγμή ακριβώς που γίνεται η θυσία και κανείς δεν παίρνει την ευθύνη να τη σταματήσει, να πει όχι», λέει οΑιμίλιος Χειλάκης(φωτογραφία) – Αγαμέμνων και Αχιλλέας της παράστασης, αλλά και σκηνοθέτης μαζί με τονΜανώλη Δούνια, σε μετάφρασηΓιώργου Μπλάνα. «Ο Αγαμέμνων στην παράστασή μας είναι εκείνος που συγκρούεται ανάμεσα στον ηγέτη και τον πατέρα και αναλαμβάνει την ευθύνη να είναι το πρώτο». Oσο για το στήσιμο της παράστασης, «έχει να κάνει με πολλές ερωτήσεις από σκηνής και όχι με απαντήσεις. Αναρωτιόμαστε μαζί με το κοινό και αυτό οδηγεί καταρχάς στο ενεργό μυαλό και, κατά πάσα πιθανότητα, στον ενεργό πολίτη». Ατού τούτης της «Ιφιγένειας» του καλοκαιριού η πρωτότυπη μουσική που έγραψε οΣταμάτης Κραουνάκης(φωτογραφία), ο οποίος πιστεύει ότι «ο Ευριπίδης είναι η ιστορία του προσωπικού κραδασμού». Και με αυτή την πεποίθηση, με απόλυτη απλότητα, έπλασε και δίδαξε «ελληνικούς ηχητικούς συγκερασμούς για οκτώ γυναικείες φωνές, σώματα και ένα ακορντεόν». Oσο για τις πρωταγωνίστριες; Δεν είναι παρά ηΑθηνά Μαξίμουκαι ηΛένα Παπαληγούρα(φωτογραφία).