Τα σκουπίδια επανήλθαν, αποδεικνύοντας ότι είναι κι αυτά μια ακόμη αχίλλειος πτέρνα στη δημόσια ζωή. Μεσούντος του θέρους και παρά την αυξανόμενη ζέστη, οι κάδοι έχουν ξεχειλίσει, η δημόσια υγεία κινδυνεύει, η ατμόσφαιρα βαραίνει και οι τουρίστες μάλλον δεν βρίσκουν συναρπαστικό το θέαμα.
Η παρατεινόμενη απεργία των συμβασιούχων του δήμου φέρνει στην επιφάνεια ένα χρόνιο πρόβλημα, άλυτο σχεδόν, με πολλά παρακλάδια.
Πρώτα απ’ όλα επαναφέρει το ζήτημα των συμβασιούχων. Εργαζόμενοι σε κομβικούς κλάδους, όπως τώρα στα απορριμματοφόρα, με διαρκώς ανανεώσιμες συμβάσεις, σε μια εξαιρετικά δύσκολη δουλειά, βλέπουν τους εαυτούς τους να μένουν επαγγελματικά μετέωροι. Τι να κάνουν; Εκμεταλλευόμενοι το δικαίωμα στην απεργία, το πάνε στα άκρα.
Από την άλλη, η κυβέρνηση με ήξεις αφήξεις υποσχέσεις και ψέματα μπλέκεται σε έναν κυκεώνα από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει ούτε να βρει λύση. Κρατά ομήρους τους εργαζόμενους και εκείνοι με τη σειρά τους εμάς, που ζούμε και αναπνέουμε σ’ αυτή την πόλη.
Την ίδια στιγμή κι εμείς ως πολίτες αρνούμαστε να κρατήσουμε τα δικά μας σκουπίδια στα δικά μας σπίτια, στις βεράντες, στα μπαλκόνια και τους κήπους μας. Νομίζουμε ότι έτσι προστατεύουμε τους εαυτούς μας.
Το ζήτημα με τα σκουπίδια θα έπρεπε μια και καλή να αντιμετωπιστεί, ενδεχομένως με ιδιωτικές εταιρείες ή ακολουθώντας παραδείγματα δήμων που τα έχουν καταφέρει. Στη Θεσσαλονίκη πάντως η απόφαση ελήφθη και προχωρούν σε διαγωνισμό για να αναλάβουν ιδιώτες.
Είναι σαφές ότι η ιστορία μοιάζει με ντόμινο. Οι κυβερνήσεις τάζουν πράγματα που δεν μπορούν να τηρήσουν και μετακυλίουν το πρόβλημα σε έναν κλάδο και στη συνέχεια τον μετατρέπουν σε εξιλαστήριο θύμα των υποσχέσεών τους. Τότε οι εργαζόμενοι, με τη σειρά τους, μεταφέρουν το πρόβλημα στην κοινωνία. Η κοινωνία, πάλι, ή για την ακρίβεια ο καθένας μας ξεχωριστά, δεν έχει μάθει να σκέφτεται συλλογικά. Ρίχνει λοιπόν τα σκουπίδια στον ξεχειλισμένο κάδο κι έτσι όλα πάνε πάλι απ’ την αρχή…