Δύο χρόνια πριν ο ήχος από τα ATM ακουγόταν όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Αντρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, πλούσιοι και φτωχοί, γείτονες και περαστικοί, γνωστοί και άγνωστοι στέκονταν στην ίδια ουρά με την ίδια αγωνία για να πάρουν τα μετρητά που τους αναλογούσαν. Γνωριμίες και φιλίες φτιάχτηκαν εκείνο το καλοκαίρι του 2015 στην αναμονή για λίγα ευρώ…
Η νέα πραγματικότητα των capital controls μπήκε άγρια στη ζωή μας. Σε κανέναν δεν άρεσε. Προκάλεσε πανικό. Φυσικά πήρε τον χρόνο της και τη συνηθίσαμε. Το ημερήσιο ποσό έγινε εβδομαδιαίο, το εβδομαδιαίο μετατράπηκε σε δεκαπενθήμερο, αυξήθηκε, ενώ οι ουρές στα ATM επέστρεψαν στον συνήθη ρυθμό και η χώρα μπήκε σε μια νέα κανονικότητα.
«Εξις, δευτέρα φύσις», έλεγε ο Αριστοτέλης. Και φυσικά η «συνήθεια» των capital controls έγινε η καθημερινότητά μας. Κάποιοι είπαν ότι «έτσι κάνουμε οικονομία», κάποιοι άλλοι υποστήριξαν ότι «με τον τρόπο αυτόν οργανώσαμε καλύτερα το νοικοκυριό μας», και πάει λέγοντας.
Τα capital controls μπήκαν στη ζωή μας με τον τρόπο που εισβάλλει το απροσδόκητο αλλά απόλυτο, το αναπόφευκτο, το μη αναστρέψιμο. Κάτι σαν τον θάνατο… Τον θάνατο της ελευθερίας, της επιλογής, της βούλησης που επιβάλλει και επιβάλλεται, χωρίς να αφήνει περιθώριο. Ακόμα και η κακή χρήση των χρημάτων μας είναι κέρδος μπροστά στην ισοπεδωτική διάσταση μιας επιβολής. Καλύτερο ένα λάθος ως αποτέλεσμα ελεύθερης σκέψης παρά ένα σωστό που κάποιος απαιτεί…
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Αναγκαστήκαμε να υποκύψουμε σε κάτι που μας γυρνάει πίσω. Πολύ πίσω. Και το χειρότερο είναι ότι το συνηθίσαμε. Οπως συνηθίζει τα πάντα ο άνθρωπος. Είναι όμως επικίνδυνο κάτι τέτοιο και διόλου δημιουργικό. Κι ο ποιητής το επεσήμανε με τον δικό του τρόπo:
«Και τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι
τον θάνατό σου, αγάπη μου, πως πάω να συνηθίσω»
(από τη «Ζωή» του Κώστα Ουράνη).