Χωρίς το φιλοσοφικό βάθος του Σάμιουελ Μπέκετ, χωρίς το καυστικό χιούμορ του Ευγένιου Ιονέσκο, η εικόνα της Βουλής το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας είχε πολλά κοινά στοιχεία με το θέατρο του Παραλόγου. Οχι βέβαια λόγω περιεχομένου ή λογοτεχνικής και πνευματικής βαρύτητας αλλά λόγω σημειολογικής πλευράς, με την αρωγή της τηλεοπτικής εικόνας.
Ολα αυτά στην επίκαιρη ερώτηση του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αδωνη Γεωργιάδη προς τον υπουργό Εθνικής Αμυνας και πρόεδρο των ΑΝΕΛ Πάνο Καμμένο. Στη συζήτηση, στην οποία εν συνεχεία συμμετείχαν ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Θεόδωρος Παπαθοεδώρου, το παράλογο εναλλασσόταν με την επιλεκτική κώφωση ή το «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε».
Σε μία σειρά συγκεκριμένων ερωτημάτων δίνονταν απαντήσεις «εκτός θέματος», ενώ ήταν τόσο γνωστά τα ζητήματα SOS που δεν υπήρχε δικαιολογία για να πάει κανείς αδιάβαστος στο διαγώνισμα!
Στο παράλογο απευθύνεται κανείς όταν θέλει να αποφύγει τα δύσκολα. Κυρίως κρυβόμαστε πίσω από τη μάσκα του τρελού όταν η λογική ή η αλήθεια αποδεικνύονται ιδιαίτερα επικίνδυνες, κοινώς όταν δεν μας συμφέρει. Και εκεί είναι που παρατηρούμε τις λεπτομέρειες: στάση σώματος, τρόπος και ύφος ομιλίας, ένταση φωνής, χειρονομίες.
Στη Βουλή προχθές το απόγευμα το σκηνικό ήταν σαφές: ο Αδωνις Γεωργιάδης είχε διαμορφώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο ήθελε να κινηθεί, θέτοντας μία προς μία τις απορίες του. Ο Πάνος Καμμένος δεν απάντησε σχεδόν σε καμία, πλην της αυτονόητης αποδοχής της συνομιλίας με τον ισοβίτη, σε μια προσπάθεια να θολώσει το τοπίο: ξεκίνησε από το Πακιστάν και έφτασε μέχρι τις ξαπλώστρες της Μυκόνου.
Από την άλλη, ο συγκυβερνήτης του στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ο υπουργός Δικαιοσύνης προσπαθούσε να τον στηρίξει –με εμφανή κόπο. Κερασάκι στην τούρτα, η στάση του προέδρου της Βουλής Νίκου Βούτση.
Επί της ουσίας, θα αποφανθεί η δικαιοσύνη. Επί της σημειολογίας, όμως, η χθεσινή εικόνα στη Βουλή είπε πολλά.