Το μεγάλο έργο τέχνης αντιστέκεται στις εύκολες κατηγοριοποιήσεις και ερμηνείες του ορίζοντας τον εαυτό του με όρους ιστορίας. Το μεγάλο έργο, κρυπτικό και προφανές μαζί, άλλοτε γελοιοποιεί και άλλοτε τιμωρεί όσους το προσεγγίζουν με ελαφρότητα ή δόλο. Δεσμεύομαι ευθέως με όση γνώση διαθέτω ύστερα από τέσσερις δεκαετίες τριβής με το αντικείμενο να πω: το «Πυρρίχιο κύμα» που έστησε ο Παναγιώτης Τανιμανίδης στη δυτική άκρη της Πλατείας Αλεξάνδρας εμπρός στη γειτονιά Τσίλλερ του Πειραιά, αποτελεί κορυφαία σύνθεση και μια συγκλονιστική πρόταση μνημειακής γλυπτικής για τον τόπο. Εναν τόπο που γέννησε τη μεγάλη, δημόσια γλυπτική, αλλά που σήμερα την ευτελίζει εύκολα είτε από έλλειψη παιδείας είτε από καταστροφική απελπισία. Εξού και η τραγική έλλειψη σύγχρονων γλυπτών στον πολεοδομικό κάναβο, παρά τους σημαντικούς καλλιτέχνες που διαθέτουμε. Ομως, έλλειψη γλυπτικής σημαίνει απλώς έλλειμμα συλλογικής μνήμης. Ελλειμμα δημοκρατίας τελικά.
Το μνημείο της Γενοκτονίας των Ποντίων, είμαι βέβαιος, θα καταστεί τοπόσημο για τον Πειραιά όπως έγιναν οι «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου στη Θεσσαλονίκη ή ο «Δρομέας» του Βαρώτσου στην Αθήνα. Κι όπως έγιναν, παρά τη σκληρή όσο και κακόπιστη κριτική, τοπόσημα για το Παρίσι, ο Πύργος του Αϊφελ (1889) ή η Πυραμίδα του Λούβρου πιο πρόσφατα. Ο Παναγιώτης Τανιμανίδης (1959), προικισμένος χειρώνακτας – εικαστικός και ευφάνταστος μαθηματικός, έστησε μια δυναμική όσο και διάφανη καμπύλη στον χώρο προβεβλημένη ιδανικά στο γλαυκό του ουρανού και της θάλασσας, σαν μια γέφυρα που ενώνει αντίθετους κόσμους ή σαν το τεράστιο κύμα –με τη συναισθηματική ορμή του Κύματος του Hokusai –που ξέβρασε τους πόντιους πρόσφυγες από τη Μαύρη Θάλασσα στο επίνειο. Αλλά και σαν το ουράνιο τόξο που βγαίνει τελικά μετά την όποια καταιγίδα. Πράγματι, αυτή η αυστηρή, μεταλλική κατασκευή με τους δεκαεπτά κυλινδρικούς κλωβούς γεμάτους ενθυμήματα και φυλαχτά μεταμορφώνεται μαγικά και ιριδίζει όταν την πυρπολεί το ηλιοβασίλεμα. Σαν φυλαχτό εικόνων.
Πρόκειται για ένα σύνθετο έργο υψηλού συμβολισμού που απαιτεί επίμονα (ποντιακό γαρ!) τον χρόνο και την προσοχή του συνήθως βιαστικού ή επιπόλαιου θεατή. Αυτή η απέριττη φόρμα με τις περίπλοκες, μαθηματικές και τεχνικές λεπτομέρειες –αληθινή μοδιστρική γιγαντιαίων διαστάσεων –αφηγείται, μέσω ποιητικών συμβόλων, το δράμα του ξεριζωμού ισορροπώντας τον ρεαλισμό με την αφαίρεση και αποφεύγοντας την οποιαδήποτε ακαδημαϊκή κοινοτοπία. Τα ελατήριά του συγκρατούν τις αντίρροπες δυνάμεις της ροής και της κύμανσης, της πλημμυρίδας και της αμπώτιδος, κουβαλώντας μέσα στους κλωβούς-βαρέλια τα λουκέτα και τα κλειδιά των για πάντα χαμένων σπιτιών, τα τετραβάγγελα της παράδοσης και τα λοιπά σημαίνοντα θυμητάρια ενός βασανισμένου αλλά όχι υποταγμένου λαού. Τις λύρες επίσης ή τα νταούλια με τα οποία υποδέχονταν οι εγκλωβισμένοι πρόσφυγες της Τραπεζούντας εκείνα τα πλοία, που όμως δεν επρόκειτο ποτέ να τους πάρουν. Αλλά και όσοι έφυγαν, συντηρήθηκαν επί ημέρες μόνο με το ελάχιστο νερό που υπήρχε στα βρώμικα βαρέλια του καταστρώματος. Τότε που χόρευαν ή τραγουδούσαν (!) για να ξεχάσουν την πείνα τους. Αργότερα, ο πατέρας του γλύπτη θυμάται πως άστεγο παιδάκι στην Κοκκινιά έπαιζε το πρωί με το βαρέλι, στο οποίο κοιμόταν το βράδυ. Να γιατί πρωταγωνιστεί αυτή η φόρμα στη σύνθεση συνδυασμένη με το θαλασσοπούλι της προσφυγιάς και τον νεοσσό του, που εμφανίζονται τρεις φορές με τον τρόπο του Χάνς Κρίστιαν Αντερσεν ή του Μέτερλινγκ. Σαν παραμύθι που δεν βολεύεται στον δίσεκτο καιρό και σαν χρησμός.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ. Γίνεται όμως η φρίκη τέχνη; Γίνεται το δράμα ομορφιά; Παρηγορεί μια αισθητική μορφή τη βαθύτερη υπαρξιακή πληγή; Επουλώνεται η απώλεια της γενέθλιας γης; Πόσα μπορεί να διασώσει η τέχνη από το δράμα της Ιστορίας και τον πόνο των ανθρώπων ή των πραγμάτων; Εδώ η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη.
Το «Πυρρίχιο κύμα» του Τανιμανίδη που δουλεύεται ως ιδέα από το 1992 και η αρχική του μακέτα εξετέθη το 1994 στην γκαλερί Zade της Βασιλείας για να αγοραστεί αμέσως μετά από τα Frac της Αλσατίας, διαφοροποιείται από τα συνήθη ναρκισσευόμενα ή αυτιστικά έργα μιας ρηχής αυτιστικής εποχής. Κι αυτό γιατί επιχειρεί γενναίο διάλογο με τη φυλετική μνήμη, την ιστορία και την τραγωδία του νεότερου Ελληνισμού χρησιμοποιώντας γενναία, σύγχρονη φόρμα και επιμένοντας πως ένας λαός που χορεύει, που τραγουδάει ακόμα και όταν πενθεί, δικαιούται να ελπίζει.
Ο Μάνος Στεφανίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών