Ηταν παράδοση κάθε Κυριακή που αγωνιζόταν ο Εθνικός Αστέρας στο γήπεδο της Νήαρ Ηστ στην Καισαριανή η υδροφόρα να ανεβαίνει αγκομαχώντας την ανηφόρα της Λεωφόρου Εθνικής Αντίστασης. Μόλις έφτανε έξω από το γήπεδο άνοιγαν οι πόρτες και έμπαινε με μεγαλοπρέπεια στον αγωνιστικό χώρο σαν να ήταν η μεγαλύτερη βεντέτα του ποδοσφαίρου. Ο οδηγός άνοιγε τις κάνουλες και ξεκινούσε τη μονομαχία του με τη σκόνη του ξερού γηπέδου στο οποίο θα έσπαγαν τα πόδια τους λίγα λεπτά αργότερα οι ποδοσφαιριστές.
Στα «καλά» γήπεδα που υπήρχε χλοοτάπητας το πράσινο χαλί έμοιαζε περισσότερο με χωράφι που βόσκουν αγελάδες παρά με αγωνιστικό χώρο.
Οι αθλητές όμως δεν παραπονιούνταν. Ούτε για τα ξερά γήπεδα ούτε για τα χωράφια. Δεν ήξεραν τι σήμαινε συμβόλαιο και τα μπόνους μπορεί να ήταν ένα καλό τραπέζι στην αγαπημένη ταβέρνα.
Το ποδόσφαιρο άλλαξε. Εχασε την αυθεντικότητά του, τον ρομαντισμό του. Πούλησε την ψυχή του στον διάβολο.
Τα αργύρια βέβαια είναι πολλά κι αν είναι σε ευρώ ακόμα καλύτερα. Η ζωή έχει γίνει απαιτητική και οι πειρασμοί είναι μεγάλοι.
Καλή η αγάπη του κόσμου, αλλά πιο καλοί οι φουσκωμένοι λογαριασμοί. Οι σημερινοί παίκτες λειτουργούν ως χρυσοθήρες. Συμμετέχουν στα παζάρια με τις ομάδες σαν έμποροι στο Καπαλί Τσαρσί. Απειλούν, εκβιάζουν, πωλούν και αγοράζουν. Ενα ποδόσφαιρο προσαρμοσμένο στα ήθη της εποχής.