Ερχονται οι συντάξεις Βαλκανίων. Το 2021 οι συντάξεις θα φθάσουν στα 620 ευρώ (μεικτά), η μέση κύρια σύνταξη, και στα 144 ευρώ (μεικτά) η μέση επικουρική σύνταξη, απόρροια και των νέων δραματικών περικοπών από τη σημερινή κυβέρνηση.
Ημελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι λανθασμένα οι δανειστές επιβάλλουν διαρκείς περικοπές συντάξεων καθώς η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμα και αν οι συντάξεις παρέμεναν στα σημερινά επίπεδα.
Τουναντίον, οι συμφωνημένες περικοπές των κύριων συντάξεων κατά 18% το 2019 ανεβάζουν τις απώλειες στο ιλιγγιώδες ποσό των 5,7 δισ. ευρώ.
«Είναι ακατανόητη –τονίζει ο Ρομπόλης –η εμμονή των δανειστών να προηγηθεί η μείωση των συντάξεων χωρίς να ληφθεί υπόψη η αύξηση του ΑΕΠ. Αν ο ρυθμός ανάπτυξης κινείται τα επόμενα χρόνια σε 2%-3%, θα μπορούσε να επιτευχθεί η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης στο 16% του ΑΕΠ χωρίς να απαιτηθεί μείωση των συντάξεων».
Η ΜΕΛΕΤΗ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη, εάν διατηρούνταν οι συντάξεις στα σημερινά επίπεδα (722 ευρώ μεικτά), το 2021 η συνολική δαπάνη θα έφτανε τα 32,8 δισ. ευρώ. Στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας (ΜΣΠΔ) όμως προβλέπεται ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη τη συγκεκριμένη χρονιά θα διαμορφωθεί στα 27,1 δισ. Αρα, η μείωση στις συντάξεις δεν θα είναι 3,1 δισ.αλλά 5,7 δισ. Κατά συνέπεια, η μέση κύρια σύνταξη θα μειωθεί κατά 102 ευρώ τον μήνα: από 722 ευρώ (μεικτά) το 2017 στα 620 μεικτά το 2021. Η δε μέση επικουρική σύνταξη θα μετατραπεί σε επίδομα των 144 ευρώ τον μήνα (μεικτά). Σύμφωνα με τη μελέτη,το παράδοξο που παρατηρείται είναι ότι στα 27,1 δισ. που ορίζει ως συνταξιοδοτική δαπάνη το ΜΣΠΔ το 2021, ο συντελεστής συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ μπορεί να επιτευχθεί στο ανώτερο όριο του 16% (όπως ορίζεται στον Ν. 4387/2016) με ΑΕΠ περίπου 171,3 δισ.ευρώ, όταν το ΑΕΠ του 2016 ήταν 175,4 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, η αντίφαση που εντοπίζεται συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ οι δανειστές από τη μία πλευρά προβλέπουν ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι άνω του 2% ετησίως, από την άλλη πλευρά επιδιώκουν ένα ύψος συνταξιοδοτικής δαπάνης (16% του ΑΕΠ) το οποίο επιτυγχάνεται ακόμη και με συνθήκες στασιμότητας μέχρι και το 2021. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: γιατί, αφούοι δανειστές πιστεύουν σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, επιβάλλουν εκ των προτέρων τη μείωση του επιπέδου των συντάξεων προκειμένου ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο ανώτερο όριο (16% του ΑΕΠ), το οποίο επιτυγχάνεται ακόμη και με συνθήκες στασιμότητας;
Μήπως, όπως από το 2010 μέχρι σήμερα, οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις των δανειστών βασίζονται, για τους δικούς τους λόγους, σε ευμετάβλητα στατιστικά στοιχεία τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μας, γεγονός που τους οδηγεί όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος στην επιβολή συνεχών περικοπών των συντάξεων χωρίς την ύπαρξη αντικειμενικών και επιστημονικά τεκμηριωμένων στοιχείων;
Ετσι, οι δανειστές ή κάνουν κάποιο σοβαρό λάθος στις εκτιμήσεις και τις μελέτες τους ή υποκρίνονται με τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη, πιστεύοντας στην ουσία ότι αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα επιβαλλόμενα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας ή αποκρύπτουν την πραγματικότητα, η οποία συνίσταται στην λανθασμένη επιστημονικά και αδιέξοδη επιλογή της μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης (αριθμητής) με περικοπές των συντάξεων και όχι με την αύξηση του ΑΕΠ (παρανομαστής), σε συνδυασμό με την σύνδεση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με τα πρωτογενή πλεονάσματα και την εξυπηρέτηση του χρέους.
Κατά συνέπεια, με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται η εφαρμογή των προαπαιτούμενων μέτρων μείωσης (2019) των συντάξεων (κύριων και επικουρικών) να τεθεί υπό αίρεση και αποτροπή καθώς και υπό σοβαρή επανεξέταση.