Ένα βήμα πιο κοντά στην ανακάλυψη των γονιδίων που προκαλούν νόσο του Crohn και ελκώδη κολίτιδα έκανε διεθνής ομάδα επιστημόνων, που εντόπισε τα τμήματα του γονιδιώματος όπου αυτά βρίσκονται.
Η ανακάλυψη αυτή θεωρείται σημαντική διότι μειώνει τα ύποπτα γονίδια από σχεδόν 600 σε μερικές δεκάδες και δίνει ελπίδες για καλύτερη αντιμετώπιση των παθήσεων αυτών στο μέλλον.
Όπως γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση Nature,ανέλυσαν το DNA 67.852 εθελοντών, διαπιστώνοντας ότι από τα τμήματα του γονιδιώματος που είναι γνωστό ότι σχετίζονται με τα ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (ΙΦΝΕ), στα 18 μπορεί να ανιχνευθεί με ακρίβεια πάνω από 95% μία συγκεκριμένη γενετική μεταλλαγή.
Το ίδιο μπορεί να γίνει και σε 27 άλλα τμήματα, με τη διαφορά ότι η ακρίβεια είναι σε αυτή την περίπτωση 50%.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «έχουμε πλέον μία πιο καθαρή εικόνα για το ποια γονίδια παίζουν ή δεν παίζουν ρόλο στη νόσο του Crohn και την ελκώδη κολίτιδα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τζέφρι Μπάρετ, από τον οργανισμό WellcomeTrustSangerInstitute, στο Λονδίνο.
Με άλλα λόγια, «πλησιάζουμε στα γενετικά των νοσημάτων αυτών», πρόσθεσε.
Τα νέα ευρήματα μπορεί να οδηγήσουν σε βελτίωση των υπαρχουσών θεραπειών για τα ΙΦΝΕ, καθώς και στην εξεύρεση νέων θεραπευτικών στόχων, λένε οι ερευνητές.
Σε νοσήματα όπως η Crohn και η ελκώδης κολίτιδας, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται σε ορισμένα τμήματα της πεπτικής οδού, με συνέπεια να προκαλεί βλάβες που οδηγούν σε συμπτώματα όπως πόνος στην κοιλιά, κράμπες, διάρροια, αιμορραγία από τον πρωκτό και εξάντληση.
Η ακριβής αιτία των ασθενειών αυτών δεν είναι γνωστή, ενώ δεν υπάρχει τρόπος ιάσεως.
Ωστόσο χορηγούνται διάφορα φάρμακα στους ασθενείς (π.χ. στεροειδή, ανοσοκατασταλτικά, αντιφλεγμονώδη) για να επιβραδύνουν την εξέλιξή τους, ενώ μπορεί να γίνει και χειρουργική επέμβαση.