Είναι ένα ζήτημα η σύγκριση των σύγχρονων μουσικών της τζαζ με τους θρύλους του είδους. Διαπιστευτήρια του στυλ «ο απόγονος του Κολτρέιν» ή «ο μπασίστας του “Bitches Brew”» δίνουν και τελικά σαν να παίρνουν λίγη από την προσωπική αξία του τιμωμένου προσώπου. Ο σαξοφωνίστας Καμάσι Ουάσιγκτον δεν διαφέρει πολύ, στον βαθμό που οι καταβολές του από τον Sun Ra ή τον Φάροα Σάντερς είναι ευκρινείς. Στην περίπτωσή του όμως, τα κλισέ σαν να υποχώρησαν. Γεννημένος το 1981 στο Λος Αντζελες, με σπουδές σε μη δυτικές μουσικές κουλτούρες, ο Ουάσιγκτον έδειξε με την πρώτη του κιόλας μπάντα, τους Young Jazz Giants, ότι είναι κάτι σαν σκαπανέας. Ή έστω γεφυροποιός: οι συνεργασίες του με μουσικούς όπως Λόριν Χιλ, ο Κένι Μπάρελ, ο Κέντρικ Λαμάρ ή ο Ραφαέλ Σααντίκ, απλώς τεκμηρίωναν την πεποίθησή του ότι η τζαζ είναι μια λέξη που περιγράφει χιλιάδες δίσκους και κομμάτια. Ειδικά το άλμπουμ του «The Epic», ένα τρίωρο έπος με ουρανομήκη σαξόφωνα, κοσμικές δονήσεις αλλά και επιρροές από χιπ-χοπ και φανκ που ηχογράφησε με τους The Next Step, αγαπήθηκε ακόμα και από ακροατήρια πέραν της τζαζ. Κάτι που τον Κολτρέιν και τον Ντέιβις θα τους έβρισκε μάλλον σύμφωνους.

Εχετε σπουδάσει εθνομουσικολογία. Αναζητάτε τις μουσικές των χωρών που επισκέπτεστε;

Ναι, πάντα ψάχνω ντόπιους μουσικούς και ήχους. Είναι από τις αγαπημένες μου συνήθειες. Αν υπάρχει η ευκαιρία να μάθω κάτι, την κυνηγάω. Είμαι ενθουσιασμένος που έρχομαι στην Ελλάδα γιατί γνωρίζω ότι έχει μια ξεχωριστή και ολοζώντανη μουσική κουλτούρα.

Ποιες μουσικές εμπειρίες σας υπέδειξαν την κλίση σας;

Είμαι μουσικός δεύτερης γενιάς. Παίζω από μικρός και η μουσική βρισκόταν πάντοτε στη ζωή μου. Ακόμα θυμάμαι όμως την πρώτη φορά που άγγιξα σαξόφωνο. Μέχρι τότε έπαιζα πιάνο και ήθελα να αλλάξω. Ο πατέρας μου έπαιζε σαξόφωνο, αλλά ήθελε να μάθω κλαρινέτο. Μια μέρα λοιπόν που έλειπε και το είχε αφήσει σπίτι, το πήρα γεμάτος περιέργεια, το έβαλα στο στόμα μου, φύσηξα και την επόμενη στιγμή σκέφτηκα «πω πω ρε φίλε, αυτός είναι ήχος». Ηταν σαν να βρήκα τη φωνή μου.

Οι συνεργασίες σας περιλαμβάνουν από Φρέντι Χάμπαρντ και ΜακΚόι Τάινερ μέχρι Λόριν Χιλ και Σνουπ Ντογκ. Υπάρχει κάποιο απαράλλακτο κριτήριο στις επιλογές σας;

Δεν είναι ότι βρίσκονταν σε ένα μέρος και εγώ τους διάλεγα. Αυτές οι συνεργασίες προέκυψαν βαθμιαία. Θαυμάζω πάντως πολύ τον Σνουπ Ντογκ, σχεδόν μεγάλωσα με τη μουσική του. Μαζί του έκανα την πρώτη μου περιοδεία όπου έμαθα πολλά. Συνεργάστηκα επίσης με τον Τζέραλντ Γουίλσον, άλλος ήρωάς μου. Οχι όμως ότι όλοι έρχονταν προς το μέρος μου κι εγώ έκανα την επιλογή. Οι μουσικές συνεργασίες είναι σαν ένα μεγάλο ταξίδι, που φτάνεις σε έναν σταθμό και κατόπιν συνεχίζεις για τον επόμενο.

Το τριπλό «The Epic» ηχογραφήθηκε σε ένα μήνα και τα κομμάτια του επιλέχτηκαν από μια τεράστια ποσότητα μουσικής. Ηταν εξαντλητική η διαδικασία;

Ηταν κυρίως συναρπαστική. Σύμφωνοι, απομονωθήκαμε από συναυλίες ή άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις και απλώς ηχογραφήσαμε τις ιδέες όλων μας, δουλεύοντας σε τρελά ωράρια. Ξεκινούσαμε στις 10 το πρωί, τελειώναμε στις 2 τη νύχτα και την επόμενη ξανά από την αρχή. Οταν τελειώσαμε, είχαμε έτοιμους περίπου οκτώ δίσκους, 190 τραγούδια ή δύο terabytes μουσικής. Απαιτούσε δημιουργικότητα και αυτό δώσαμε. Ηταν λοιπόν εξαντλητική διαδικασία αλλά και πολλά ακόμα.

Υπάρχει αναλογία ανάμεσα στη σκληρή δουλειά και την έμπνευση, τον αυθορμητισμό;

Πάνε χέρι με χέρι. Η σκληρή δουλειά αναπτύσσει την έμπνευση και ελευθερώνει τον αυθορμητισμό. Εξασκείσαι ώστε να συνδεθείς με τη μουσική μέσα σου και να μπορέσεις να εκφράσεις την έμπνευση όταν έρθει. Νομίζω ότι η μουσική σε επισκέπτεται κι ότι εσύ πρέπει να την αντιληφθείς και να την μεταφέρεις. Εξασκείσαι για να αποδώσεις τις ιδέες σου. Για να συνδεθείς με το πνεύμα και την ψυχή σου.

Μετά τη συμμετοχή σας στο «To Pimp a Butterfly» του Κέντρικ Λαμάρ, χαρακτηριστήκατε ως «η τζαζ φωνή του Black Lives Matter». Αισθάνεστε εκπρόσωπος του κινήματος;

Προτιμώ να σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν μουσικό. Προφανώς ζω όπως κάθε Αφροαμερικανός, θεωρούμενος από πολλούς ως απειλή, ως κίνδυνος. Κάποιοι αντιδρούν βίαια σε αυτό κι έτσι οι Αφροαμερικανοί φοβούνται. Ακόμα και αν είσαι οκτώ χρονών, φοβάσαι ότι η αστυνομία θα σε χτυπήσει μόνο και μόνο επειδή είσαι μαύρος. Το κίνημα Black Lives Matter εξέφρασε αυτό τον φόβο για λογαριασμό όλων των Αφροαμερικανών, τονίζοντας ότι πρόκειται για ξεχωριστούς ανθρώπους που δεν χρειάζεται να τους πυροβολείτε εξαιτίας της γειτονιάς που μένουν. Αν λοιπόν κάποιος με χαρακτηρίσει εκπρόσωπο του κινήματος, θα του απαντήσω ότι όλοι είμαστε. Ολων μας οι ζωές έχουν σημασία. Και δεν μπορούν απλά να μας τις παίρνουν.

Υπάρχει ακόμα στην τζαζ η τάση να λατρεύουμε τους θρύλους; Να αναζητούμε τον νέο Κολτρέιν ή τον νέο Ντέιβις;

Υπάρχει και είναι επιζήμια. Η μουσική έχει να κάνει με το ποιος είσαι εσύ. Δεν μπορώ να γίνω ο Τζον Κολτρέιν γιατί δεν έζησα όσα εκείνος. Μπορώ να εκφράσω όσα βίωσα εγώ. Ετσι αποκτά συνάφεια με την πραγματικότητα η μουσική μου. Για να ωθήσουν την τζαζ, οι μουσικοί πρέπει να μιλήσουν για τον εαυτό τους, για όσα ζουν. Οχι να επαναλαμβάνουν το παρελθόν ή να επιδεικνύουν πόσο καλά κατέχουν τη μουσική των παλιών.

Πώς επηρεάζεται η πρόσληψη της μουσικής από τις υπηρεσίες streaming ή από το YouTube;

Αισθάνομαι ότι με αυτό τον τρόπο η ακρόασή της γίνεται μια εξατομικευμένη δραστηριότητα. Υποβαθμίζεται σε soundtrack της καθημερινότητας. Ωστόσο, πλέον υπάρχει πρόσβαση σε μεγάλο όγκο μουσικής. Οι ακροατές εκπαιδεύονται, μαθαίνουν για διάφορα μουσικά είδη και ανοίγονται πόρτες που οδηγούν σε περισσότερους μουσικούς. Ελπίζω ότι μακροπρόθεσμα ο τρόπος ακρόασης θα γίνει πιο ανοιχτός και πιο έντιμος. Πρόκειται λοιπόν για κάτι καλό και κακό ταυτόχρονα.

Info

Τεχνόπολη, 4 Ιουλίου, στις 22:00. Είσοδος: Γενικό κοινό & Φίλοι: 24 ευρώ Εισιτήριο μετά τις 23:00: 5€