Θα μπορούσε το βιβλίο «Χρυσά λούπινα» της Λίνας Σόρογκα να θεωρηθεί ένα «συνολικό» μυθιστόρημα όσον αφορά τη νεοελληνική περιπέτεια των τελευταίων δεκαετιών; Με ένα πρώτο διάβασμα ναι –κάθε σημαντικό βιβλίο σε υποχρεώνει σε ένα δεύτερο ή και τρίτο, αν όχι όλων του των σελίδων, ορισμένων τουλάχιστον, διάβασμα προκειμένου να αποκρυπτογραφήσεις τους κώδικές του, όπως οι σημειώσεις που κρατάς, συγκλίνουν αιφνίδια για απομακρυσμένα μεταξύ τους σημεία του βιβλίου, όσο τουλάχιστον διαρκεί η ανάγνωσή του. Κι όταν από τον τίτλο ακόμη αντιλαμβάνεσαι ότι η λέξη λούπινα θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του μυθιστορήματος, χρειάζεται να φτάσεις στην τελευταία του σελίδα, για την ακρίβεια στην τελευταία του παράγραφο, ώστε η ομώνυμη λέξη να συνδυαστεί με δύο προηγούμενες –ανάμεσα στις πολλές –χρήσεις της προκειμένου να μην παραμείνει το δεύτερο συνθετικό ενός τίτλου, αλλά να συγκροτεί σε καίριο βαθμό τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου.
«Νούμι λούπινι»
Οπως κι αν τη θεωρήσεις τη λέξη αυτή, γίνεται αυτόματα εξόχως καθοριστική αν αναλογιστείς τα λούπινα ως στοιχείο του στεφανιού που κατέθετε η Βασιλική Δοξαρά στην επέτειο θανάτου του πατέρα της (πρόκειται για τον βασικό ήρωα του μυθιστορήματος) ή ως μέρος ενός δείπνου που έδινε η γαλλίδα ερωμένη του προκειμένου να τον περιποιηθεί, μέσα μάλιστα στα χρόνια της δικτατορίας –η ζωηρότερη ίσως ανάμνηση τα λούπινα από τα παιδικά χρόνια του Δημοσθένη Δοξαρά στη Μάνη. Κυρίως όμως τα λούπινα ως τηλεφωνική πληροφορία των οικείων του –ενώ ο ίδιος έλειπε για χρόνια στη Μασσαλία –ότι ο γιος του Αντώνης έχει διαρκώς μπροστά του τη φωτογραφία του και επαναλαμβάνει τις λέξεις «νούμι λούπινι», «νούμι λούπινι» που ο ίδιος του είχε μάθει όταν ήταν ακόμη νήπιο.
«Λεπτομέρεια» βέβαια τα λούπινα στη συγκρότηση του μυθιστορήματος που οι διαστρωματώσεις του με όση φυσικότητα συνδυάζουν τον Ρολάν Μπαρτ και τον Μισέλ Φουκό με τον ΕΛΑΣ στα βουνά της Μάνης, με άλλη τόση κάνουν διακριτή μέσα σε έναν χείμαρρο περιστατικών μια κίνηση του Δημοσθένη Δοξαρά –ενώ έχει έρθει στην Αθήνα και έχει εκδηλωθεί ως συγγραφέας –να περιμαζέψει, δηλαδή, μέσα σε χαρτοπετσέτα στο καφενείο του Λουμίδη το φλιτζάνι με τον καφέ που έπινε ο Ελύτης και να το τοποθετήσει σε ένα ράφι της κουζίνας του. Αντιλαμβανόμαστε πως η υπογράμμιση ακόμη και συγκλονιστικών λεπτομερειών, φαίνεται να υπονομεύει τον χαρακτηρισμό του «συνολικού» που θελήσαμε εξαρχής να απονείμουμε στα «Χρυσά λούπινα». Ωστόσο είναι η ίδια η διαδρομή του Δημοσθένη Δοξαρά, όσο περιπετειώδης και συναρπαστική κι αν υπήρξε, που σε κάνει να επιφυλάσσεσαι καθώς παραμένει μια διαδρομή, έστω και συνδυασμένη με δραματικά και κεφαλαιώδους σημασίας ιστορικά περιστατικά, εξόχως προσωποπαγής. Με τον περίκλειστο χαρακτήρα της να μην αφορά έναν ήρωα που ανακινούνται μέσα του κόσμοι αλλότριοι, παρά μονάχα όσα βιώνει ο ίδιος, ομολογουμένως με πολλή ευαισθησία.
Είτε πρόκειται για το παιδί που μεγαλώνει στη Μάνη της Κατοχής και του Εμφυλίου είτε για τον φοιτητή στην Αθήνα της δεκαετίας του ’50 είτε για τον εργαζόμενο εκπαιδευτικό και κατά κάποιο τρόπο αντιστασιακό του εξωτερικού προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, με πολλές, είναι αλήθεια, περιπέτειες να παρεμβάλλονται που ο ίδιος τις θεωρεί ένα είδος περγαμηνής, για να φτάσει αισίως στο 2001 με ένα έργο του –διασκευή μυθιστορήματός του –να παίζεται στο Εθνικό Θέατρο της Πράγας. Είναι αλήθεια πως όσο ζωηρά και αν γνωρίζει να στήνει η συγγραφέας το σκηνικό μιας πόλης –στη συγκεκριμένη περίπτωση της Πράγας –ώστε το παρελθόν του ήρωά της το δημιουργημένο μέσα σε συνθήκες άσχετες με το σημερινό του περιβάλλον να εμφανίζεται σχεδόν έτοιμο να τον καταπιεί, δεν παύει το «σκηνικό» αυτό να «καταγγέλλει» το αίσθημα μοναξιάς του Δημοσθένη Δοξαρά ως φτωχό, χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Ακριβώς γιατί η Πράγα έχει υπάρξει ως χώρος απείρως πιο οδυνηρός είτε σκεφτεί κανείς την Ανοιξή της επί Ντούμπτσεκ το 1968 είτε την αυτοπυρπόληση του Γιαν Πάλατς στην κεντρική της πλατεία τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, δεν μπορεί να συγκινηθεί με τον υπαρξιακό μετεωρισμό σε ένα ξενοδοχείο της ενός αλλοδαπού συγγραφέα και μάλιστα πετυχημένου. Αντί ένα σεβαστό έτσι ή αλλιώς δράμα, με τον τρόπο που δίνεται, να πλουτίζει την ίδια την πόλη, ακούγεται ως κάτι κοσμοπολίτικης υφής, πράγμα μάλλον αδιανόητο για ένα τόσο σοβαρό μυθιστόρημα όπως τα «Χρυσά λούπινα». Προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητή η υφολογική αυτή αδυναμία, φτάνει να σκεφτεί κανείς την περίπτωση που τις σχεδόν εκατό συγκλονιστικές σελίδες του μυθιστορήματος τις σχετικές με τη Μάνη της Κατοχής και του Εμφυλίου, τις αντικαθιστούσε η συγγραφέας με σελίδες υπαρξιακού διαλογισμού ενός ξένου περιηγητή που θα είχε συμβεί να κινηθεί για μερικές ημέρες στην περιοχή του Γυθείου, των Μολάων αλλά και των χωριών Βανίτσα, Αγριελιά, Κότρωνας και Κοκκάλας. Οσο «σεσημασμένη» λοιπόν ως χώρος είναι η Μάνη είναι και η Πράγα ώστε το δράμα μιας μονάδας που έχει μέσα της δοκιμαστεί να ηχεί σχεδόν αδιάφορο συγκρινόμενο με τα σύνολα που έχουν βασανιστεί στον χώρο της.
Η αχίλλειος πτέρνα
Αν και η εύκολα αναγνωρίσιμη καταγωγή του Δημοσθένη Δοξαρά από τον Βασίλη τον Αρβανίτη του Μυριβήλη μαρτυράει για έναν κάθε άλλο παρά μονόχορδο ήρωα, η «αχίλλειος πτέρνα» του παραμένει το γεγονός ότι η δραστήρια νεανική και η ώριμη ηλικία του, αντί να διαιωνίζουν το μετέωρο και αναποκατάστατο ενός χαρακτήρα όπως τον γνωρίζουμε ως παιδί και ως έφηβο, μας φέρνουν αντιμέτωπους με έναν άνθρωπο που οι φιλοδοξίες του είναι τόσο προβλέψιμες ώστε να μην μπορεί να υπάρξει ουσιαστική εξέλιξή του. Ολα μοιάζουν σαν δρομολογημένα ακόμη κι αν η συγγραφέας φαίνεται να κάνει με τον τρόπο αυτό εντονότερα κατακριτέα την έννοια του συμβιβασμού ως κοινωνικού συμπτώματος. Ισως να το αντιλαμβανόμασταν καλύτερα αν τα «Χρυσά λούπινα» ήταν ένα χρονικό ή μια αυτοβιογραφία, όταν όμως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα –που μάλιστα διαβάζεται απνευστί –και ο ήρωάς του γίνεται όχι μόνο συμπαθής αλλά αξιολάτρευτος, είναι δύσκολο να διακριβώσεις τις πραγματικές προθέσεις της μυθιστοριογράφου.
Λίνα Σόρογκα
Χρυσά λούπινα
Εκδ. Καστανιώτη 2017, σελ. 272
Τιμή: 12,70 ευρώ