Με αφορμή την απεργία της ΠΟΕ-ΟΤΑ, λόγω του τι μέλλει γενέσθαι με τους συμβασιούχους στην καθαριότητα, επανήλθε για πολλοστή φορά στο προσκήνιο η συζήτηση περί ομηρείας των συμβασιούχων, εκμετάλλευσής τους από τους πολιτικούς αλλά και ποια είναι η λύση.
Ας ξεκινήσουμε από το νομοθετικό πλαίσιο. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, άρα όποιος το κάνει παραβιάζει τη συνταγματική διάταξη. Αυτή η κυβέρνηση το έκανε, και μάλιστα δύο φορές, δημιουργώντας την ελπίδα ότι θα βρεθεί μια λύση. Οταν το Ελεγκτικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι πληρωμές αυτών των συμβασιούχων δεν μπορούν να συνεχιστούν, επειδή οι ανανεώσεις είναι αντισυνταγματικές ξεκίνησε η αναταραχή. Κάποιοι είχαν ήδη πληρωθεί, επειδή επίτροποι είχαν υπογράψει, κάποιοι άλλοι όχι, τέθηκε θέμα επιστροφής χρημάτων από τους εργαζομένους και ούτω καθεξής. Οι εργαζόμενοι τονίζουν ότι έχουν προσληφθεί μέσω ΑΣΕΠ και έχουν εν μέρει δίκιο καθώς η πρόσληψή τους έγινε με διαδικασίες ελέγχου του ΑΣΕΠ αλλά προσλήφθηκαν ως συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, άρα έχουν αποδεχθεί μια πρόσληψη με συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και το έχουν υπογράψει. Κατά τη διάρκεια της σύμβασης, όπως έχει γίνει τόσες και τόσες φορές, κάποιοι τους υποσχέθηκαν «μονιμοποίηση». Είμαι βέβαιος ότι δεν ήταν μόνο από την κυβέρνηση.
Το τι θα γίνει από εδώ και πέρα θα εξαρτηθεί από τη διαπραγμάτευση των συνδικαλιστών με την κυβέρνηση. Στη μέση βέβαια είναι η κοινωνία, η οποία έχει να αντιμετωπίσει σκουπίδια στους δρόμους και καύσωνα. Είναι απλό να λέμε «δώστε την αποκομιδή σε ιδιώτες» όπως και το «όλα στο Δημόσιο». Το ποιος έχει δίκιο και ποιανού το δίκιο υπερισχύει είναι προφανώς περίπλοκο και εξαρτάται εν μέρει και από τις συνθήκες αλλά κυρίως από τους κανόνες, είτε είναι καλοί είτε είναι κακοί. Η αδυναμία προσλήψεων μονίμου προσωπικού είναι θέμα, η δυνατότητα άνθρωποι να εργάζονται είναι επίσης θέμα, οι κανόνες των προσλήψεων και τα δικαιώματα των εργαζομένων, όλα αυτά είναι σημαντικά ζητήματα.
Πρέπει όμως να ξεκινήσουμε από κάπου και αυτό είναι ότι δεν έπρεπε να ανανεωθούν οι συμβάσεις, οι εμπλεκόμενοι υπουργοί το ήξεραν και έχουν ευθύνη για αυτό και η λύση δεν περνάει μέσω άλλης ανανέωσης.
Από την πλευρά τους οι συμβασιούχοι γνώριζαν ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανανέωση. Θα έπρεπε να τους έχουν ενημερώσει όλοι οι εμπλεκόμενοι στην πρόσληψή τους και οι εκπρόσωποί τους καθώς δεν δικαιολογείται άγνοια νόμου. Το γνωρίζω ότι αυτό ακούγεται κάπως και δεν απαντά στην ανάγκη των ανθρώπων να εργαστούν ώστε να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Από την άλλη το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε είναι πλέον πολύ σοβαρό και οι δυνατότητες ελιγμών ανύπαρκτες, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον. Η όποια νόμιμη διαδικασία θα πάρει χρόνο.
Να θυμίσω ότι παλαιότερα υπήρξαν διάφορες διαδικασίες μέσω των οποίων συμβασιούχοι μονιμοποιήθηκαν καθώς δεν υπήρχε η συνταγματική διάταξη. Οι δύο τελευταίες ομάδες συμβασιούχων που μονιμοποιήθηκαν έχουν και το όνομα του υπουργού που το έκανε: οι βασοπαπανδρεϊκοί και οι παυλοπουλικοί. Πλέον αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει. Να θυμίσω επίσης ότι επειδή η δυνατότητα για πρόσληψη συμβασιούχων μειώθηκε δημιουργήθηκαν τα stage, ένα ακόμη ανοσιούργημα δημιουργίας «πελατών».
Φυσικά πρέπει να πούμε ότι και οι συνδικαλιστές φροντίζουν να υποδαυλίζουν την κατάσταση προσφέροντας στήριξη σε κάθε τέτοιο αίτημα ακόμα και αν γνωρίζουν το αδύνατον του πράγματος. Συνδικαλιστές, όχι μόνο της ΠΟΕ-ΟΤΑ που για χρόνια έκαναν αγώνες με στόχο γρήγορες και εντυπωσιακές «νίκες», όπως τη διεκδίκηση αυξήσεων μέσω κάθε λογής επιδομάτων αντί να κάνουν μια σοβαρή συζήτηση για εξορθολογισμό τους και τη διεκδίκηση αύξησης του βασικού μισθού. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα λανθασμένων διεκδικήσεων, υπάρχουν δυστυχώς και άλλα τα οποία δείχνουν την αδυναμία τους να προσαρμοστούν στις κατακλυσμιαίες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις.
Το ερώτημα πλέον είναι τι κάνουμε. Η απάντηση δεν είναι εύκολη και δεν είναι όμορφη και προφανώς δεν αφορά μόνο την παρούσα κατάσταση. Το θέμα των συμβασιούχων, αλλά και γενικότερα του Δημοσίου ως μηχανισμού δημιουργίας πελατών – ψηφοφόρων είναι παλιό και ο τρόπος για να διορθωθεί είναι μια κυβέρνηση να βάλει τα πράγματα σε σειρά. Αυτό σημαίνει ότι οι ίδιοι που θα επηρεαστούν από τις αποφάσεις αυτές είναι οι ίδιοι που πρέπει να τις στηρίξουν. Δηλαδή μία κυβέρνηση που δεν θα ανανεώσει συμβάσεις, η οποία δεν θα χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα πρόσληψης συμβασιούχων, πέρα από έκτακτες ανάγκες, π.χ. το Προσφυγικό, η οποία θα αξιολογήσει τους ήδη υπάρχοντες εργαζόμενους και θα τους διαχειριστεί με όρους αποτελεσματικότητας, ώστε να βάλει τέλος σε φαινόμενα όπου οργανισμοί, υπηρεσίες και άτομα δεν έχουν αντικείμενο. Είναι π.χ. δεδομένο ότι η μηχανογράφηση θα έλυνε πολλά ζητήματα και θα απελευθέρωνε προσωπικό ώστε να καλυφθούν κενά. Οι λόγοι που αυτό δεν γίνεται πολλοί και θέλουν ανάλυση. Θα αναφερθώ μόνο σε ένα παράδειγμα: η επέκταση της ηλεκτρονικής υπογραφής και της ηλεκτρονικής διακίνησης εγγράφων έχει οδηγήσει εκτός διαδικασίας κλητήρες σε υπηρεσίες, πέρα από το ότι έχει οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση πόρων.
Για να μπει σε σειρά όλος αυτός ο μηχανισμός, θα πάρει χρόνο και θα έχει και κόστος, πολιτικό και δυστυχώς ανθρώπινο. Οποιος υποστηρίζει ότι μπορούν να γίνουν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στην παρούσα συγκυρία χωρίς κόστος κοροϊδεύει τον κόσμο και όσο αργούμε τόσο μεγαλύτερο θα είναι. Εάν συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε το Δημόσιο ως μηχανισμό αποκατάστασης αδικιών και δημιουργίας πολιτικής πελατείας, το οδηγούμε στην πλήρη απαξία και δεν υπηρετούμε το δημόσιο συμφέρον, μία έννοια η οποία έχει χάσει την πραγματική της διάσταση και τη χρησιμοποιούμε ως μπαμπούλα.
Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης είναι αντιδήμαρχος Αθηναίων