Τη συνέντευξη που παραχώρησε αποκλειστικά στα «ΝΕΑ» ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μπορεί να τη διαβάσει κανείς με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να αναζητήσει στις θέσεις του αφορμές προκειμένου να επιβεβαιώσει μια ήδη παγιωμένη άποψη για τις ευθύνες των δανειστών στην κρίση που εξακολουθεί να ταλανίζει τη χώρα. Ενδεχομένως, θα τις βρει. Αλλά δεν θα έχει βοηθήσει σε τίποτε στο πραγματικό ζητούμενο που δεν είναι άλλο από την επιστροφή στην οικονομική ομαλότητα.

Ο άλλος τρόπος ανάγνωσης είναι πιο ουσιαστικός, πιο εποικοδομητικός. Είναι μια άσκηση αυτογνωσίας που απαλλάσσει από την ευκολία τού να επιρρίπτει κανείς τις ευθύνες για τα δεινά του στους άλλους και τον φέρνει ενώπιον των δικών του. Ο Γερμανός υπουργός λέει για παράδειγμα σε κάποιο σημείο ότι χώρες που μπήκαν σε προγράμματα αργότερα από τη δική μας έχουν βγει πλέον από αυτά. Υπενθυμίζει κάποιες από τις υποσχέσεις που είχε προσφέρει αφειδώς το νυν κυβερνών κόμμα και δεν τήρησε ποτέ. Αναφέρει επίσης ότι είχε προειδοποιήσει τον σημερινό Πρωθυπουργό για εξελίξεις που επιβεβαιώθηκαν στην πράξη.

Ένας άλλος Ευρωπαίος αξιωματούχος, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επαναλάμβανε προχθές ότι το επιπλέον κόστος που κατέβαλε η χώρα μας τα δύο τελευταία χρόνια φτάνει τα 100 δισ. ευρώ. Όσα αρνητικά συναισθήματα και να τρέφει κανείς απέναντι στους δανειστές, δεν μπορεί να μην παραδεχθεί το αυτονόητο: ότι υπάρχει μια ευθύνη, καθόλου μικρή, που απορρέει από τις δικές μας πολιτικές επιλογές. Έπειτα από οκτώ χρόνια κρίσης, είναι σαφές ότι η έξοδος περνάει και μέσα από αυτήν την παραδοχή.