Δεν είναι τα τραγούδια ούτε οι στίχοι. Δεν είναι οι μουσικές ούτε οι ήχοι. Δεν είναι οι δημιουργοί τους ή οι ερμηνευτές τους. Σαββόπουλος, Ριάνα, Ασημος και πόσοι ακόμα.
Εδώ και κάμποσες ημέρες ένας πρωτότυπος ιερός πόλεμος έχει κηρυχθεί: Κυβέρνηση και Εκκλησία διασταυρώνουν τα ξίφη τους σχετικά με το περιεχόμενο και την ύλη του σχολικού μαθήματος των Θρησκευτικών, σε έναν διάλογο που ξεκίνησε και δεν κλείνει. Τι κρατάμε και τι αφήνουμε, τι μπορούν ή δεν μπορούν να μάθουν τα παιδιά, πόσο πρέπει να τα προστατεύσουμε από την «αμαρτία».
Είναι πραγματικά ασύλληπτο το γεγονός ότι ιεράρχες και υπουργοί κάθονται τώρα και ασχολούνται με λέξεις και νοήματα, έτσι όπως ακούγονται μέσα από ένα τραγούδι και προσπαθούν να το λογοκρίνουν. Φοβούνται τους συνειρμούς με τις νύξεις για τον άλλο κόσμο ή την απιστία. «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…» που λέει και η παροιμία. Κι όμως. Οι ανακοινώσεις πάνε κι έρχονται, εξηγώντας ή διαψεύδοντας την ύλη των Θρησκευτικών.
Για γέλια ή για κλάματα, η συζήτηση που έχει ανοίξει, οδηγεί σε συμπεράσματα που δεν τιμούν ούτε τους μεν ούτε τους δε. Είτε πάρουμε την εκδοχή του αστείου και της πλάκας είτε το αντιμετωπίσουμε σοβαρά, το θέμα πόρρω απέχει από τη σύγχρονη πραγματικότητα και τα ενδιαφέροντα των νέων ανθρώπων. Κι εκεί βρίσκεται η ουσία: Οτι η πολιτική και η θρησκεία δεν μπορούν να προσελκύσουν με τον προβληματισμό τους, τους ανθρώπους που θα φτιάξουν το μέλλον της χώρας μας. Με ανάθεμα και απαγορεύσεις κανείς δεν κέρδισε ποτέ σε μάκρος. Κι αν κάποιοι ικανοποιούνται με πρόσκαιρους οπαδούς, είναι βέβαιο πως ένα παλαιομοδίτικο σύστημα δεν έχει άλλο δρόμο από την αυτοκαταστροφή του.
Σε τελική ανάλυση, ό,τι και να γίνει με τη «Συννεφούλα», το τραγούδι έχει νικήσει τον χρόνο. Τα σύννεφα του σκοταδισμού, όμως, δεν φαίνεται να διαλύονται. Αντιθέτως, δημιουργούν νέες εστίες. Κρίμα.