Βολτάροντας στους δρόμους που μεγάλωσα, ανάμεσα Πλατεία Κυψέλης και Πλατεία Αμερικής, μοιραία άρχισα να αναπολώ. Εδώ ήταν το πρώτο ζαχαροπλαστείο που είχε τούρτες γενεθλίων για παιδιά με ποδοσφαιρικές ομάδες –τριφύλλι ή δικέφαλο αετό ζωγραφισμένο στο γλάσο» θυμήθηκα. «Κι έπειτα μετατράπηκε σε βιντεοκλάμπ –ουρές έκανε ο κόσμος στη δεκαετία του ’80 –και έπειτα σε τράπεζα και τώρα σε εμπορικό με κινέζικα μικροπράγματα, ό,τι πάρετε ένα ευρώ. Το κατάκλειστο μαγαζί παραδίπλα ήταν ψιλικατζίδικο. Το δούλευε μια οικογένεια, γονείς – παιδιά σε βάρδιες, ο πατέρας –φτυστός ο Ρόναλντ Ρίγκαν –έβγαζε τραπεζάκι και σκαμνιά στο πεζοδρόμιο κι έπαιζε με τις ώρες τάβλι με τους γείτονες, με το ένα χέρι χτυπούσε τα ζάρια, με το άλλο το σέικερ του φραπέ. Το καφενείο στον Πλάτανο, απέναντι από το Ασυλο Ανιάτων, έχει γίνει –για φαντάσου! –οριεντάλ, σερβίρει ναργιλέδες, βάζει αραβική μουσική. Ο φούρνος, αφρικανικό κομμωτήριο. Τα πάντα έχουν μεταμορφωθεί, ο χρόνος τα σάρωσε όλα. Μονάχα το μπουρδέλο, γωνία Καλλιφρονά και Δροσοπούλου, παραμένει ακλόνητο στη θέση του.
Μου το ‘χε επισημάνει ο κολλητός μου στη Δευτέρα Γυμνασίου, το 1980. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» του αντέτεινα. «Κατ’ αρχήν, δεν λέγονται μπουρδέλα αλλά μπορντέλα», «Πού το ξέρεις;», «Το έχω διαβάσει. Δεύτερον και κυριότερον, τα μπορντέλα στην είσοδό τους έχουν κόκκινο φωτάκι. Οχι άσπρο», «Κι αυτό το έχεις διαβάσει;», «Ναι. Στα ποιήματα του Καββαδία», «Τι στοίχημα βάζεις; Κατεβαίνουμε τα δυο σκαλιά και βλέπουμε αν είναι μπουρδέλο ή δεν είναι!». Δεν το τολμήσαμε. Τη στήσαμε για καμιά ώρα σαν χαφιέδες στη γωνία –άντρες κάθε ηλικίας μπαινόβγαιναν ανά δεκάλεπτο μουλωχτοί, με σκυφτό κεφάλι –άρχισα εγώ να κλονίζομαι. «Ελα πάμε!» μου ξανάπε ο φίλος μου –ούτε εκείνος όμως θα ‘βρισκε το θάρρος.
Κάθε απόγευμα έκτοτε ανεβαίνοντας από την Πατησίων –όπου μας άφηνε το σχολικό –ρίχναμε ένα λαίμαργο βλέμμα προς τη μισάνοιχτη πόρτα και φανταζόμασταν, πίσω της, πράματα και θάματα. Επρεπε να μπούμε στο λύκειο για να το τολμήσουμε.
Η πρώτη εμπειρία υπήρξε οικτρά απομυθοποιητική, για αυτό και έμεινε ανολοκλήρωτη. Στο μισοσκότεινο σαλόνι με τους πολυκαιρισμένους καναπέδες και τη χαρακτηριστική οσμή –φτηνό απορρυπαντικό; απολυμαντικό; –εμφανίστηκε μια αριστοφανική εβδομηνταπεντάρα κι αφού μας απήγγειλε τον τιμοκατάλογο των προσφερόμενων περιποιήσεων, μας παρουσίασε την κοπέλα. Εκανε εκείνη μια πασαρέλα ελάχιστων δευτερολέπτων με διαφανές κομπινεζόν και ύφος βαθύτατα μελαγχολικό –σχεδόν πένθιμο -, «ποιος κύριος θα περάσει;» γκάριξε η «μαντάμ», τιναχτήκαμε όλοι ακαριαία και σχεδόν τρέξαμε προς την έξοδο.
Εναν χρόνο αργότερα, είχα κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο για να αποφύγω διαγώνισμα, περιφερόμουν άσκοπα στη γειτονιά, τα πάκμαν και τα φλίπερ στη Φωκίωνος μου είχαν φάει κάμποσα δεκάρικα, είχα αγοράσει τσιγάρα μέντας, αλλά στην τρίτη ρουφηξιά μού έφεραν αναγούλα και τα πέταξα, δεν ήξερα τι άλλο παραβατικό να κάνω, η απραξία δρα συχνά ως καταλύτης για ιστορικές αποφάσεις, έτσι κι εγώ –δίχως να το ξανασκεφτώ –εισέβαλα στο μπουρδέλο. Οχι ως παρατηρητής τώρα.
Δεν είδα αστράκια –φευ! –παλινδρομώντας στο ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι. Το «γλυκό μυστικό της ζωής», όπως το αποκαλεί η φράου Μπλίχερ στον Φρανκενστάιν Τζούνιορ, θα το γευόμουν το επόμενο καλοκαίρι, υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες, στη Σαντορίνη. Περισσότερο η αδηφάγα περιέργειά μου εξάφθηκε σε εκείνο το «υπόγειο της αμαρτίας» παρά η λίμπιντό μου. Πώς ζουν οι πόρνες; Με πόσους άντρες συνευρίσκονται στο μεροκάματό τους; Πόσα λεφτά βγάζουν;
Στην ύστερη εφηβεία μου, κατέβηκα μερικές ακόμα φορές τα σκαλοπάτια εκείνα.
Ο,τι ψάχνει κανείς, βρίσκει. Μου έτυχε ένα απόγευμα μια ξανθιά κυρία, η οποία με συμπάθησε –ή γούσταρε απλώς να με εντυπωσιάσει –και μου αποκάλυψε την αθέατη όψη του επαγγέλματος. Μου αράδιασε, για να είμαι ακριβέστερος, μία σειρά από κλισέ. Οτι βγήκε στο κλαρί επειδή την εγκατέλειψε ο άντρας της, πως μεγαλώνει μόνη της την κόρη της παραμυθιάζοντάς την ότι εργάζεται σε πρακτορείο ταξιδιών, πως η πορνεία συνιστά κοινωνική υπηρεσία, ότι είχε έρθει η ώρα να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Μιλούσε σαν συνδικαλίστρια στην τηλεόραση. Κουνούσα το κεφάλι μου με κατανόηση –αναρωτιόμουν αν έπρεπε όταν θα τελείωνε να τη χειροκροτήσω.
Μα και ό,τι θεωρείς απίθανο να σου συμβεί, σε συναντάει. Βρέθηκα μια φορά –την τελευταία μου φορά εκεί μέσα –απέναντι σε μια από τις ωραιότερες κοπέλες που είχα δει ποτέ μου. Σωστή πριγκίπισσα Ινδιάνα έμοιαζε, βία πατημένα τα είκοσι. Διεκπεραίωσε τη δουλειά της εντελώς επαγγελματικά, ενώ εγώ ένιωθα να την ερωτεύομαι. Τη στιγμή που έβγαινε από το δωμάτιο, κοντοστάθηκε και κοίταξε το μαθητικό σακίδιό μου, πάνω στο οποίο είχα γράψει στίχους ροκ συγκροτημάτων και σουρεαλιστών ποιητών. «Θα διαβάζεις πολύ εσύ;» συνεπέρανε. «Πες μου, σε παρακαλώ, τι σημαίνει η λέξη αχλύς;». Σταμάτησε το μυαλό μου, στέγνωσε το στόμα μου. «Δεν θυμάμαι» τραύλισα. «Καλά, δεν πειράζει» είπε απογοητευμένη και εξαφανίστηκε.
Ολοι όσοι έχουν ακούσει το περιστατικό το θεωρούν αποκύημα της φαντασίας μου. Μονάχα η ίδια η ινδιάνα πριγκίπισσα θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει. Και να μας πει, ύστερα από τριάντα πέντε χρόνια, αν βρέθηκε κάποτε κάποιος να της εξηγήσει τι σημαίνει αχλύς.