Αν η σύγχρονη γερμανική δραματουργία εκπροσωπείται επάξια στη χώρα μας, από τον Τόμας Οστερμάγερ ώς τον Φρανκ Κάστορφ, τη Σαουμπίνε και τη Φολκσμπίνε, δικαίωμα «ελληνοποίησης» έχει και μια άλλη χώρα. Η Λιθουανία τροφοδοτεί συχνά την εγχώρια σκηνή με σκηνοθεσίες χάρη στους τρεις γνωστούς καλλιτέχνες: τον Τσέζαρις Γκραουζίνις, τον Ρίμας Τούμινας και τον Οσκαρας Κορσουνόβας. Με τους «Επτά επί Θήβας» του πρώτου άρχισαν τα Επιδαύρια, με μια παράσταση σε παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα.
Ο Γκραουζίνις γεννήθηκε το 1967 στο Βίλνιους της Λιθουανίας και σπούδασε υποκριτική και σκηνοθεσία στη Μόσχα, στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου ΓΚΙΤΙΣ. Στη χώρα μας ήρθε για πρώτη φορά το 2006, προσκεκλημένος τουΔημήτρη Τάρλοου, για να σκηνοθετήσει το έργο «Δάφνις και Χλόη» στο θέατρο Πορεία, για το οποίο απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας Κάρολος Κουν 2007. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα δεν φάνηκε να δυσκολεύθηκε.
Συνεργάστηκε με το Φεστιβάλ Αθηνών, το ΚΘΒΕ, το Εθνικό Θέατρο αλλά και ελεύθερους θιάσους, ενώ τα τελευταία χρόνια μοιράζεται τη ζωή του με την ηθοποιόΜάρω Παπαδοπούλου, με την οποία έχουν αποκτήσει έναν γιο. «Δεν είμαι εδώ ξένος πια, έχω τον γιο μου εδώ –μισό Ελληνα, μισό Λιθουανό. Αν διαχώριζα τα πράγματα σε ελληνικά και μη ελληνικά, θα είχα τρελαθεί. Δεν πιστεύω στις ετικέτες Λιθουανός ή Ελληνας. Αισθάνομαι περισσότερο πατέρας. Οταν πηγαίνω πάντως για διακοπές στη Λιθουανία, αισθάνομαι περισσότερο ξένος από όσο όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα».
Ο σκηνοθέτηςδιδάχθηκε την τεχνική του Ταντάσι Σουζούκι, την οποία έχει διδάξει ο ίδιος στη Σουηδία, στη Φινλανδία και σε πολλά διεθνή σεμινάρια υποκριτικής. Το 2003 ίδρυσε την ομάδα του Τσέζαρις Γκρουπ, με την οποία παρουσιάζει τις δικές του δουλειές, ενώ συνεργάζεται ως σκηνοθέτης με ευρωπαϊκά θέατρα.
Στα δέκα χρόνια που μετρά η παρουσία του στα ελληνικά θεατρικά πράγματα, έχει ταράξει τα νερά με την επιλογή ενός άνδρα για τον ρόλο της Ιοκάστης (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), στον «Οιδίποδα τύραννο» το 2012, μια παράσταση που θεωρήθηκε από πολλούς σταθμός στην παραστασιολογία του αρχαίου δράματος. Ηταν μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, του Φεστιβάλ Επιδαύρου και της Αρτivities, για την οποία απέσπασε και πάλι το Βραβείο Κουν στην κατηγορία αρχαίου δράματος.
Σκηνοθέτησε επίσης το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ για το Φεστιβάλ Αθηνών (2008), το «Ζορμπάς, η πραγματική ιστορία»για το Εθνικό Θέατρο (2009), το «Déjà vu» (ΚΘΒΕ) που ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Κουν διεθνούς ρεπερτορίου (2010), έγραψε και σκηνοθέτησε τον κωμικό μονόλογο «Ντε Σαντ. Στη Ζιστίν» που παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 2010-2015 καθώς και στο Διεθνές Φεστιβάλ Μονολόγων Monobaltija στο Κάουνας (2012). Διασκεύασε και σκηνοθέτησε τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, το 2012-2013. Οι πιο πρόσφατες συνεργασίες του στην Ελλάδα είναι το πολιτικό δράμα «Ιούλιος Καίσαρας» (Φεστιβάλ Αθηνών, 2015) και ο μονόλογος «Ιώβ» (Θέατρο Ιλίσια – Βολανάκης).
Αυτό που τον ελκύει στην αρχαία τραγωδία είναι πρώτα απ’ όλα ο μαγικός ανοιχτός χώρος των αρχαίων θεάτρων. Οταν έκανε την πρώτη προσπάθεια με τον «Οιδίποδα», είχε ανασφάλειες και φοβόταν τον χώρο, την ειδική σχέση του κοινού με τους ηθοποιούς και την υπόθεση του έργου. Τώρα στους «Επτά» νιώθει ότι η επιλογή του έργου ήταν η καλύτερη σε σχέση με αυτό που ζούμε όλοι μας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Δεν έχει σκοπό να δώσει απαντήσεις σε φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας ούτε και να περάσει πολιτικά μηνύματα.
Η παράσταση έγινε αποκλειστικά από επαγγελματίες ηθοποιούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον ρόλο του Ετεοκλή ερμηνεύει ο Γιάννης Στάνκογλου, γεγονός που επέτρεψε τη διπλή διανομή και το μοίρασμα του ρόλου με έναν όχι πολύ γνωστό ηθοποιό, τον Χρίστο Στυλιανού. Την ιδέα που είχε ο σκηνοθέτης ασπάστηκε και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ Γιάννης Αναστασάκης, με στόχο να γεννηθούν νέα αστέρια, νέοι πρωταγωνιστές μέσα από το θέατρο.
Θεωρεί ότι ο λόγος του Αισχύλου είναι επίκαιρος, αλλά δεν πιστεύει γενικά ότι οι τραγωδίες διδάσκουν και δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός τους. Το θέατρο δεν είναι σχολείο, αλλά εμπειρία που πρέπει να παρακινήσει το κοινό να σκεφτεί, αλλά κυρίως να νιώσει. Δεν έχει να κάνει με πολιτικές δηλώσεις και ιδεολογίες. Πιστεύει ότι είναι ανόητο να κάνεις θέατρο για να περάσεις ένα μήνυμα ή για να δώσεις απαντήσεις.
Οσο για το θέατρο και την τέχνη στην Ελλάδα, η άποψή του είναι πως έχουν γίνει μέρος της οικονομίας και ότι το κράτος αρνείται να στηρίξει την καλλιτεχνική δράση, καθώς οι πολιτικοί πιστεύουν ότι υπάρχουν πιο σημαντικοί τομείς τους οποίους πρέπει να υποστηρίξουν. Οι άνθρωποι της τέχνης μοιάζουν χαμένοι, αισθάνονται ότι δεν τους χρειάζεται κανείς. Ετσι κι αλλιώς, ανήκει στους σκηνοθέτες που δεν τους αρέσει να του προβάλλουν προκαταβολικά αυτό που θα δει στη σκηνή. Ως θεατής δεν θέλει να του κάνουν πλύση εγκεφάλου. Κοιτάζει αν τον ενδιαφέρει το θέμα και αναλόγως πηγαίνει. Δεν του αρέσει να μιλάει για τα επόμενα σχέδιά του, διότι δεν κάνει. Φιλοσοφία του είναι να μην περιμένει τίποτα και να μην ελπίζει σε τίποτα. Τον ενδιαφέρει το εδώ και τώρα.