Εισέβαλαν σαν τον καύσωνα στη ζωή μας –στις ζωές κάποιων τέλος πάντων για να μην υπερβάλλουμε κιόλας -, χαμογέλασαν, πανηγύρισαν, ξέσπασαν στην αρχή με γέλιο και πάθος, στο τέλος με κλάμα και απογοήτευση κι έτσι όπως ήρθαν έφυγαν. Τα κορίτσια…
Είναι η μοίρα του γυναικείου ομαδικού αθλητισμού στην Ελλάδα να πασχίζει να τρυπώσει σαν αχτίδα πρωινού ήλιου από τις χαραμάδες των ερμητικά κλειστών ανδροκρατούμενων αθλημάτων, αναζητώντας μια γωνιά δημοσιότητας κι όταν το καταφέρνουν, να σβήνουν άδοξα και να επιστρέφουν στο έρεβος…
Τα κορίτσια της Εθνικής Μπάσκετ για μια στιγμή μάς χαστούκισαν, αφυπνίζοντάς μας εν μέσω καλοκαιρινής αθλητικής ραστώνης, λίγες μέρες μετά την επέτειο του Ευρωμπάσκετ ’87, με τις φωνές των πανηγυρισμών τους, με τα παιδικά ξεσπάσματά τους –«δεν καταλαβαίνω ρε» -, με την αισιοδοξία τους και τη συγκίνησή τους για ό,τι είχαν πετύχει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και τι είχαν πετύχει; Απέκλεισαν την πανίσχυρη Ρωσία και συνέχισαν με τη δυνατή Τουρκία, αλλά το κυριότερο; Φώναξαν σε κάποιους την ύπαρξή τους!
–Εχουμε και Εθνική Μπάσκετ Γυναικών; ρώτησαν αφελώς αρκετοί!
«Εδώ είμαστε» απάντησαν από την Πράγα τα κορίτσια.
Και οι εφημερίδες και τα «μέσα» ξαφνικά «ανακάλυψαν» κι αυτά την ύπαρξη του γυναικείου μπάσκετ.
Τα κορίτσια σχολιάστηκαν θετικά, ακόμα κι από σχολιαστές που συνήθως στο μελάνι της πολιτικής βυθίζουν τη γραφίδα τους, έγιναν πρωτοσέλιδα, πρώτο θέμα στις ειδήσεις, στα σάιτ, στα καφενεία, στα εστιατόρια που τρων τα συνεργεία… Κι έτσι ξαφνικά όπως μπήκαν στη ζωή μας, έτσι κι απομακρύνθηκαν. Πρώτα η ήττα στον ημιτελικό, έπειτα η συντριβή στον μικρό τελικό και τα κορίτσια έσκυψαν το κεφάλι και ξαναγύρισαν εκεί από όπου είχαν έρθει: στην αφάνεια.
Γιατί, στην Ελλάδα μονάχα οι άντρες έχουν τα φώτα πάνω τους, στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, ακόμα και στο βόλεϊ και στο πόλο. Γιατί στην Ελλάδα: «…στα κορίτσια καλλιεργείται (ακόμη) η ψυχολογία της αναμονής της ευτυχίας και του πλούτου από κάποιον “γοητευτικό πρίγκιπα” και όχι η ψυχολογία της προσπάθειας να δώσουν μάχη για τη δύσκολη και κάπως αβέβαιη επιτυχία. Ελπίζουν ότι χάρη σ’ αυτόν θα ξεφύγουν από τον δικό τους περίγυρο και θα περάσουν σε μια ανώτερη τάξη, ένα θαύμα, που είναι αδύνατον να το πραγματοποιήσουν, ακόμα κι αν εργάζονται μια ζωή. Αλλά μια τέτοια ελπίδα είναι θλιβερή, γιατί προκαλεί τη διάσπαση των δυνάμεών και των ενδιαφερόντων τους. Αυτή η διάσπαση είναι ο μεγαλύτερος φραγμός στην πορεία της γυναίκας». Η Σιμόν ντε Μποβουάρ τα καταθέτει αυτά, στο «Δεύτερο Φύλο» της που εκδόθηκε το 1949. Κι εβδομήντα χρόνια μετά τα ίδια ισχύουν για μέγα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που θεωρεί «αντρικά» τα ομαδικά αθλήματα και θέτει στο περιθώριο της δημοσιότητας τα γυναικεία εκών άκων…
«Δεν είχαμε φθάσει ποτέ μέχρι εδώ και ούτε θα ξαναφθάσουμε», δήλωσε η Λολίτα Λύμουρα, εκ των πρωταγωνιστριών της επιτυχίας των κοριτσιών. Αυτή ήταν η πικρή αλήθεια. Ηταν υπέρβαση το ότι έφθασαν «εκεί» και ο χρόνος δεν τις επιτρέπει να το ξανακάνουν, όμως… Ομως θα έχουν να λένε πως εκείνο το καλοκαίρι έριξαν ένα μεγάλο βότσαλο στη λίμνη και πού ξέρεις, κάποιες, κάποτε, κάπου αλλού, να προκαλέσουν φουρτούνα στην ίδια στάσιμη ομιχλώδη κι ατάραχη ανδροκρατούμενη λίμνη.