Από την τρυφερή ηλικία που λόγω της πλούσιας πατρικής βιβλιοθήκης χώθηκα μέσα στα βιβλία (για να μην αναδυθώ έκτοτε) με είχε, εκτός των άλλων αξιοθαύμαστων της παγκόσμιας μυθοπλασίας, συνεπάρει το δημοτικό τραγούδι και ιδιαίτερα τα τραγούδια της ξενιτιάς και τα τραγούδια του Κάτω Κόσμου. Αφήνω τώρα την ξενιτιά, παρόλο που διαπιστώνει κανείς πως και τα δύο αυτά είδη έχουν να κάνουν με τον Νόστο. Και οι ξενιτεμένοι νοσταλγούν επιστροφή στην πατρίδα και οι νεκροί λαχταρούν έστω για λίγο να βρεθούν στο σπίτι τους, στην αυλή τους, στους αγαπημένους τους. Ο Νόστος είναι το μεγάλο θέμα της ποίησης και εκκινεί βέβαια από το πρώτο ποιητικό κείμενο της λευκής φυλής, τα ομηρικά έπη.

Είναι τόσο έντονος, βασανιστικός ο πόνος για τη ζωή που χάθηκε ώστε η φιλεύσπλαχνη μούσα φρόντιζε σιγά σιγά ο νεκρός πίνοντας από την πηγή της Αρνησιάς να απολέσει τη μνήμη του. Εξάλλου ο Ομηρος ονομάζει τους νεκρούς «κάρηνα αμενηνά», κρανία χωρίς μνήμη, αμνήμονες κεφαλές.

Μια άλλη μεγάλη απορία που γεννιέται διαβάζοντας τη μεγάλη λογοτεχνία, όπου συχνά διαπιστώνει τις οφειλές, τα δάνεια, τα αντιδάνεια, τα συγγενικά μοτίβα, πολύ συχνά τις όμοιες εικόνες, φαντασιώσεις, φοβίες, τιμωρίες και προσδοκίες, όμως στην ελληνική δημοτική ποίηση και μάλιστα στις συλλήψεις όπου ανιχνεύονται οι παραδόσεις για τη μετά θάνατον ζωή απουσιάζει τελείως η εβραϊκή και κυρίως η χριστιανική αντίληψη για τον Αλλο Κόσμο. Γνωρίζετε έστω κι ένα δημοτικό τραγούδι, μοιρολόι, που να αναφέρεται σε Παράδεισο και Κόλαση; Γνωρίζετε ένα τραγούδι που να μιλά για κολασμένους, τιμωρίες φριχτές, κάτι τέλος πάντων από την εξαίσια σε ευρήματα φαντασία των δαντικών τοιχογραφιών (Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος); Ο Κάτω Κόσμος του δημοτικού τραγουδιού είναι ο κόσμος του Ομήρου. Ακόμη και ο Πορθμεύς Χάρων έγινε Χάρος (έχει μάλιστα σύζυγο τη Χαρόντισσα! Πονετικιά αυτή ιδιαίτερα προς τους νέους στην ηλικία νεκρούς). Πού ο τρομερός θάνατος των μεσαιωνικών ευρωπαϊκών παραδόσεων, ένα σκελετός μαυροφορεμένος με ένα τρομερό δρεπάνι. Ο Χάροντας της ελληνικής ποιητικής παράδοσης είναι καβαλάρης, νέος και «γόητας», άτεγκτος αλλά πονετικός.

Ομολογώ πως δεν έχω δει εμπεριστατωμένες διεθνώς μελέτες που να συνδέουν τη νοσταλγία (όρος πολύ νεότερος και όχι ελληνικός), τον πόνο επιστροφής στην πατρίδα ή στα οικεία μέρη ενός ξενιτεμένου με την ανατολίτικη και εβραϊκή και εν συνεχεία χριστιανική παράδοση για προσδοκία αναστάσεως εκ νεκρών.

Πάντα μου έκανε εντύπωση πως στην εικονογράφηση της αναστάσεως νεκρών ο όρος είναι «Ες Αδου Κάθοδος» και στην υμνογραφία πάντα η Ανάστασις γίνεται διά της καταπατήσεως του θανάτου θανάτω. (Αν αυτό σας θυμίζει τα ελληνικά γλέντια όπου εν μέθη οι κορυβαντιώντες γλεντοκόποι εύχονται να «πεθάνει ο Χάρος»).

Αυτές οι ελάχιστες σχετικά με το πλούσιο αυτό θέμα σκέψεις γεννήθηκαν από την απόλαυση σε μια από τις σκηνές της οδού Πειραιώς του Φεστιβάλ Αθηνών. Μιας έξοχης μουσικοθεατρικής χορογραφημένης παράστασης της Φωτεινής Παπαδόδημα με τίτλο «Οταν σε λίγο κατεβήκαμε στη θάλασσα» (στίχος από την ομηρική ραψωδία λ, τη Νέκυια = των νεκρών).

Η Παπαδόδημα από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή έδειξε πως είναι ένας άνθρωπος με παιδεία και μάλιστα παιδεία ελληνική, εννοώ μια καταβύθιση στη μεγάλη πνευματική ποιητική και εικαστική ιστορία λογίων και λαϊκών δημιουργών.

Δεν γνωρίζω ούτε την οικογενειακή ούτε την εκπαιδευτική της προέλευση, αλλά τη μαντεύω στις εκάστοτε επιλογές της. Και αντίθετα με αρκετούς άλλους που αντλούν από την αδιαίρετη λογοτεχνική διαχρονική παράδοση μοτίβα ή εικόνες ή ιδέες και λαϊκίζουν αφόρητα ή ακόμη πιο αφόρητα φολκλορίζουν, η Παπαδόδημα ψάχνει να ανακαλύψει τον πυρήνα, το κουκούτσι των έργων της διαχρονίας μας. Γιατί, σαφώς, έχει ανακαλύψει πως πίσω από τις φόρμες, τις δομές και τις αισθητικές μόδες των εποχών κυριαρχεί η μοίρα του ανθρώπου ως θνητού και εφήμερου.

Στο θέαμα και ακρόαμα που παρουσίασε στο Φεστιβάλ έδειξε πως δεν φτάνει ούτε η αρχική ωραία ιδέα ούτε η πρωτογενής έμπνευση. Κατ’ αρχάς μελέτησε τα κείμενα με κεντρικό βέβαια το ομηρικό λ, την κάθοδο του Οδυσσέα στον Αδη, για να συναντήσει τον μάντη που θα τον πληροφορήσει αν θα γυρίσει και πότε στην πατρίδα. Γύρω από τον λάκκο που σκάφτηκε και γέμισε μαύρο αίμα συνωστίζονται για να πιουν τραγικά μυθικά πρόσωπα, ο Αχιλλέας, ο Αίας, ο Τειρεσίας αλλά και η μητέρα του Οδυσσέα που αγνοούσε τον θάνατό της. Την ίδια ώρα πάνω από την νεκρική αυτή τελετή περιίπταται ο σύντροφος του Οδυσσέα Ελπήνωρ, που μεθυσμένος στο παλάτι της Κίρκης έπειτα από ένα ερωτικό όργιο στη βιασύνη του όταν απέπλευσε ο στόλος έπεσε από ψηλά και σκοτώθηκε και τώρα, φάντασμα, εκλιπαρεί τον Οδυσσέα να γυρίσει να τον θάψει ώστε να αναπαυθεί. Πράγμα που ο Οδυσσέας εκτελεί. Γύρω από τον νεκρόδειπνο αυτόν, η Παπαδόδημα προσκομίζει κείμενα λογοτεχνικά με ανάλογες αναφορές. Δεν μ’ αρέσει να γκρινιάζω αλλά μου έλειψαν και τραγούδια του Κάτω Κόσμου και η «Εις θάνατον ωδή» του Κάλβου (με κεντρικό μοτίβο το λ της Οδύσσειας) και ένα εκπληκτικό κείμενο του Κόντογλου και το έξοχο μυθιστόρημα του Γιώργου Μιχαηλίδη «Λάμβδα» και βέβαια ο «Νεκρόδειπνος» του Σινόπουλου.

Αλλά και μόνο το απόσπασμα από την «Αποκάλυψη» του Ιωάννου του Ευαγγελιστή μάς αποζημιώνει.

Και τώρα για τη φόρμα της παράστασης. Εδώ η Παπαδόδημα δίνει ρέστα γιατί επιβεβαιώνει τη βαθιά της γνώση για την ιστορία του είδους που υπηρετεί. Ναι, έτσι ξεκίνησε την οδοιπορία του το θέατρο. Ο Αριστοτέλης αναφέρει τον διθύραμβο, δηλαδή το ομαδικό άσμα που διεκτραγωδούσε τη γέννηση, τα θαύματα, τον θάνατο και την ανάσταση του Διονύσου. Από ένα τέτοιο διθυραμβικό άσμα σε μια πανήγυρη, κάπου στον σημερινό Διόνυσο και στη Νέα Μάκρη, ο Θέσπις ξεκόρμισε από την άδουσα και ορχούμενη ομάδα και επικαλέστηκε την κάθοδο στον θίασο του θεού. Και γεννήθηκε το θέατρο.

Ετσι η Παπαδόδημα με πέντε ηθοποιούς και πέντε μουσικούς επί σκηνής με ποίηση, άσματα, όρχηση, εν τυμπάνω και χορώ, αφηγήθηκε, μιμήθηκε και τέλεσε ένα δρώμενο εκκινώντας από τις αρχέτυπες πηγές της ιστορίας της τελετουργίας, είτε αυτή είναι ευφρόσυνη, είτε πένθιμη, είτε οργισμένη, είτε παρακλητική, είτε προσευχή, είτε ύβρις.

Η Παπαδόδημα είναι ένα φαινόμενο. Γράφει μουσική, παίζει θέατρο, τραγουδά, χορογραφεί και σκηνοθετεί, ενώ παίζει και μουσικά όργανα.

Αλλά όλες αυτές οι σπάνιες ικανότητες υπηρετούν τον ένα και μοναδικό σκοπό, οδεύουν προς τον ίδιο στόχο έτσι ώστε θέαμα, ακρόαμα αναδεικνύουν την κεντρική ιδέα. Εδώ, στην προκείμενη παράσταση, μας μυεί στη νομοτελειακή πορεία προς το πεπρωμένο τέλος χωρίς απελπισία, χωρίς κραυγές αλλά σαν μια αναγκαιότητα της υπάρξεως.

Οι τέσσερις επί σκηνής συνεργάτες της Αλέξανδρος Αχτάρ, Νίκος Λεκάκης, Ελεάνα Καυκαλά και Λήδα Μανιατάκου αποτελούν ένα τέλειο υποκριτικό, μουσικό, χορευτικό όργανο με πλαστικότητα και εσωτερικό κραδασμό. Οι μουσικοί Γιώργος Παλαμιώτης, Λεωνίδας Σαραντόπουλος, Παναγιώτης Κωστόπουλος και Μάρκος Χαϊδεμένος συμπληρώνουν αυτήν την εξαίσια προσφορά. Μια προσφορά που έρχεται να αποδείξει πως ο τόπος δεν στέρεψε, πως ο μοντερνισμός δεν εξάντλησε τη δυναμική του και πως δεν χρειάζεται ο καλλιτέχνης να μεταμοντερνίζει χλευάζοντας παράδοση, φόρμες, ορθό λόγο και γνησιότητα αισθήματος, για να πείσει, να συγκινήσει, να απογειώσει και εν γένει να μυήσει το κοινό (που δεν ευθύνεται για την ανάπηρη παιδεία του) στη μεγάλη δεξαμενή της ελληνικής δημιουργικής συνέχειας, την αστείρευτη, την αδαπάνητη και την μελλοντικά μοντέρνα. Φτάνει και περισσεύει η πρόταση σκηνικού ήθους της Παπαδόδημα για να καταρρεύσουν όλες οι ανόητες μεταμοντέρνες χλαπάτσες που στεγάζονται σε διπλανά κτίρια του παλαιού εργοστασίου της οδού Πειραιώς.

Μουσική – Δραματουργία – Σκηνοθεσία: ΦωτεινήΠαπαδόδημα

Ηθοποιοί:

Αλέξανδρος Αχτάρ, Ελεάνα Καυκαλά, Νίκος Λεκάκης, Λήδα Μανιατάκου, Φωτεινή Παπαδόδημα.

Μουσικοί: Παναγιώτης Κωστόπουλος – τύμπανα, Γιώργος Παλαμιώτης – μπάσο, Φωτεινή Παπαδόδημα – φωνή, γκόνι, λούπες, Λεωνίδας Σαραντόπουλος – φλάουτο,

Μάρκος Χαϊδεμένος – πιάνο

Χορός buto: Αφροδίτη Κατσάρου, Αννα Μάρκα Μπονισέλ, Δριλλιά Ανθή, Νέδη Αγαπίου, Ελλη Δικαιάκου

Σκηνικά-κοστούμια: Ολγα Μπρούμα

Κίνηση:Πολίν Ουγκέ

Βοηθόςσκηνοθέτη: ΕύαΒαμβακά

Επικοινωνία: Αρης Ασπρούλης