Διψασμένοι χωρίς αμφιβολία ήταν περίπου 500 θεατές που έφτασαν το βράδυ της Παρασκευής στο μικρό θέατρο της Επιδαύρου (το Σάββατο υπολογίζονταν σε 600) για να δουν την «πειραγμένη» Μήδεια σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Διψασμένοι θεατρόφιλοι που αψήφησαν τους 38 βαθμούς που έδειχνε το θερμόμετρο λίγο πριν τις 21.30, πριν την πρεμιέρα δηλαδή του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου, την ώρα που στο μεγάλο θέατρο είχε ήδη ξεκινήσει η παράσταση των «Επτά επί Θήβας», η παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε επανάληψη. Διψασμένοι όμως και στην κυριολεξία καθώς έξω από το θέατρο δεν πωλούνταν νερό με αποτέλεσμα όσοι δεν ήταν προνοητικοί να έχουν ως μοναδική εναλλακτική για να καταλαγιάσουν τη δίψα τους ένα ποτηράκι νερό από τον φορητό ψύκτη που είχε τοποθετηθεί στην είσοδο.
«ΣΠΟΥΔΑΓΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΑΚΟ». Η πρώτη εικόνα εντός του θεάτρου ωστόσο γρήγορα έκανε τους παρισταμένους να λησμονήσουν για λίγο τη λάβρα που αναδυόταν από τα λίθινα εδώλια, παρά τα μαξιλαράκια. Δεκάδες λευκά φορέματα σκορπισμένα στην ορχήστρα. Σα νυφικά, και βουτηγμένα σε γύψο. Στητά –σαν παγωμένα –με τις πτυχώσεις τους να διατηρούν τη μορφή του γυναικείου κορμιού που κάποτε τα γέμιζε. Στο κέντρο, ανάμεσά τους, φυτρωμένο ένα ξεραμένο στάχυ. Και πιο πίσω, διακριτικά, οι τρεις πρωταγωνιστές της παράστασης με τα μαύρα τους κοστούμια να περιμένουν καρτερικά τη στιγμή της έναρξης, κοιτώντας προς το κοίλο. Μοναδική παραφωνία τα μεγάφωνα, που προμήνυαν τα μικρόφωνα των ηθοποιών, που όσο κι αν δεν ταιριάζουν με ένα αρχαίο θέατρο που φημίζεται για την ακουστική του, τελικά αποδείχθηκαν απαραίτητα όταν οι πρωταγωνιστές έπρεπε να ψιθυρίσουν σκέψεις μύχιες. Τα φώτα σβήνουν λίγο μετά τις 21.30 και η τραγική ηρωίδα του Ευριπίδη αρχίζει να αποκαλύπτεται διαφορετική από την κλασική της μορφή. Και πώς άλλωστε όταν εκτός από τη μετάφραση του Μίνου Βολανάκη το κείμενο της παράστασης περιέχει αποσπάσματα από το «Μήδειας υλικό»του Χάινερ Μίλερ, το σενάριο της ομώνυμης ταινίας του Πιερ Πάολο Παζολίνι και σε μικρότερη έκταση το ομότιτλο έργο του Ζαν Ανούιγ. Η Μήδεια σε αυτή την παράσταση δεν είναι απλώς η απατημένη σύζυγος που ζητά εκδίκηση και επιστρατεύει τα μέσα που γνωρίζει από τη βάρβαρη πατρίδα της. Δεν είναι καν παρούσα. Τον χαρακτήρα της τον χτίζουν οι περιγραφές των τριών ανδρών: του Χρήστου Λούλη που έχει επιφορτιστεί να μεταφέρει επί σκηνής όλους τους άνδρες με τους οποίους συνομιλεί η ηρωίδα και του Μιχάλη Σαράντη που υποδύεται την Τροφό, τον Αγγελιαφόρο και τον Χορό. Κι εκείνη εμφανίζεται όταν χρειαστεί μέσα από τον λόγο του Γιώργου Γάλλου, ο οποίος δεν δοκιμάστηκε για πρώτη φορά σε έναν γυναικείο ρόλο.
Η Μήδεια που στην ορχήστρα του μικρού θεάτρου της αρχαίας Επιδαύρου έχει «μεγάλα μάτια σαν αγίας». Είναι μια γυναίκα που είχε στενή σχέση με τα στοιχεία της φύσης –στοιχειό κι η ίδια κατά κάποιο τρόπο. Ικανή να πάρει γρήγορα δύσκολες αποφάσεις. Να σκοτώσει και να διαμελίσει τον αδελφό της. Να δολοφονήσει τα παιδιά της. Απόλυτα ψύχραιμη. Χρησιμοποιεί τη λογική της πριν προβεί σε οποιαδήποτε πράξη. Υπολογίζει. Και δρα. Δεν δίνει δικαιώματα στους γύρω να μάθουν τις σκέψεις και τις προθέσεις της. Μεθοδική και χωρίς να παρασύρεται από τα πάθη της ή τη βάρβαρη καταγωγή της, ξηλώνει σταθερά το νήμα της κοινωνίας όπου ζει και θεωρεί ότι δεν αναγνωρίζει τις θυσίες που έχει ήδη πράξει. Κινεί τους άνδρες που την περιβάλλουν σαν μαριονέτες. Είτε τους προειδοποιεί για αυτά που θα τους βρουν –λέει στον Ιάσονα ότι θα χάσει δύο γυναίκες με έναν γάμο –είτε εκείνοι γνωρίζουν το ποιόν της –ο Κρέων τής αναγνωρίζει ότι «είναι σπουδαγμένη στο κακό» -, το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Δεν λαμβάνουν μέτρα προστασίας και καταλήγουν έρμαιά της.
Μεταμόρφωση. Με κινήσεις λιγοστές και με ένα γενικά λιτό στήσιμο ο σκηνοθέτης στη δεύτερη αναμέτρησή του με το αρχαίο αργολικό θέατρο (η πρώτη ήταν το 2014 όταν ως ο νεαρότερος σκηνοθέτης που έχει ανεβάσει ποτέ παράσταση στην Επίδαυρο παρουσίασε την «Ελένη» του Ευριπίδη) μοιάζει να παρουσιάζει ένα ψυχογράφημα της Μήδειας, μια ακτινογραφία του χαρακτήρα της. Σαν να προσπαθεί να διαβάσει πίσω από τα εγκλήματά της. Να κατανοήσει τα κίνητρά τους όχι μέσα από τον επιφανειακό μανδύα του ερωτικού πάθους, αλλά περισσότερο από τη σχέση της με τη φύση, τα οράματα και τα όνειρά της.
Τη λιτότητα και την ηρεμία θα ταράξει η στιγμή που η Μήδεια θα αναζητήσει βοήθεια και λύση στα προβλήματά της στη Γη και τον Ηλιο. Θα αρχίσει μετά μανίας να σκάβει. Οι πρώτες αχτίδες θα διαφανούν κάτω από τα φορέματα που ξεσκίζονται. Βρίσκει επαφή με έναν κόσμο μακρινό από τα γήινα. Και σιγά σιγά διαμορφώνει το σχέδιό της για την εξόντωση των εχθρών της. Ως καλά διαβασμένος δολοφόνος, μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα δήθεν έρμαιο του έρωτα. Ξεριζώνει τα λιγοστά στάχυα της ορχήστρας όταν αποφασίζει να σκοτώσει τα παιδιά της. Κι ύστερα όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Από εκείνες τις λιγοστές αχτίδες –που μοιάζουν με πυρωμένη λάβα στην αρχή –αναδύεται στη θέση της ορχήστρας ο Ηλιος κι οι τρεις υποκριτές –όπως και στην εποχή του Ευριπίδη –αόρατοι πλέον για το κοινό, ξαπλωμένοι στην περίμετρο του ηλιακού δίσκου, περιγράφουν το δραματικό φινάλε για να αποχαιρετήσουν το κοινό με τη φράση του Χάινερ Μίλερ: «Θέλω τον κόσμο να κόψω στα δύο και να κατοικήσω στο κενό ανάμεσα εγώ ούτε γυναίκα ούτε άνδρας».