Μην ονομάσουμε την περιοχή που ο «δικός» μας άστεγος και καρκινοπαθής με το τεράστιο χαρτόνι, με τις γραμμένες αυτές ιδιότητές του, υπό μάλης διασχίζει έναν κεντρικό δρόμο της πόλης, ώστε σε κάποιο σημείο του να εγκατασταθεί στο σκαμνάκι του, που κι αυτό το κουβαλάει μαζί του. Χωρίς όμως να προσπαθεί να το κρύψει όπως κάνει με το χαρτόνι, που η πλευρά του με τη σημειωμένη φράση «είμαι άστεγος και καρκινοπαθής» είναι γυρισμένη προς τα μέσα ώστε να εφάπτεται με το πλαϊνό μέρος του σώματός του.
Με χαμηλωμένο το κεφάλι, όσο διασχίζει τον δρόμο, θέλεις – δεν θέλεις αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που τον κάνει να ντρέπεται καθώς περπατάει, ενώ το πολύ σε διακόσια, τριακόσια μέτρα, καθιστός στο σκαμνάκι, θα κοιτάζει τους περαστικούς αν όχι θαρρετά, πάντως δεν θα αποφεύγει το βλέμμα τους κι ενδεχομένως να εύχεται μέσα του μην τυχόν και τον προσπεράσουν δίχως να τον προσέξουν. Γιατί, ενώ περπατάει κανείς, να αισθάνεται ότι εκτίθεται, ενώ καθιστός, σχεδόν ακίνητος, να φαντάζεται πως οι άλλοι θα υπάρξουν απέναντί του λιγότερο επικριτικοί και ίσως περισσότερο ελεήμονες; Τι είναι αλήθεια αυτό που κρύβει η ακίνητη στάση μας ενώ το αποκαλύπτει το σώμα μας εν κινήσει, ώστε να χρειάζεται το χαμηλωμένο βλέμμα ή, αν θα ήταν δυνατόν, να μην αντιληφθούν καν την παρουσία μας οι άλλοι; Φαίνεται πως ανάμεσα στους άλλους, είτε λίγοι είτε πολλοί είναι αυτοί, ακόμη κι όταν διασταυρωνόμαστε μαζί τους για ελάχιστα, αισθανόμαστε να εκφράζεται ο πραγματικός μας εαυτός, ο εαυτός μας που δεν θα θέλαμε οι άλλοι να συνειδητοποιήσουν ως ανήμπορο, αναγκεμένο, άρρωστο. Ενώ όσο οι άλλοι μας αντιμετωπίζουν ως κανονικούς ανθρώπους, έστω και στο στιγμιαίο συναπάντημά μας, το ίδιο μπορεί να αισθανόμαστε κι εμείς για τον εαυτό μας.
Ενώ ως σταθμευμένοι κι ακίνητοι, καθιστοί σ’ ένα σκαμνάκι, μοιάζει να μην είμαστε ο εαυτός μας, να έχουμε παρατήσει στη θέση του έναν εαυτό που είναι και σε μας άγνωστος όσο στους άλλους που διασταυρώνονται μαζί του. Αφού όταν θα σηκωθούμε να φύγουμε, θα ξανασυναντήσουμε τον πραγματικό εαυτό μας, αυτόν με τα χαμηλωμένα μάτια και τις κυρτωμένες πλάτες που κανείς δεν θα διανοούνταν, ενώ τον παρατηρούσε, τι επρόκειτο να υποδυθεί ύστερα από πέντε ή έξι το πολύ λεπτά.