Ελληνοποίηση, προώθηση των νέων από τις ακαδημίες και οικονομική αυτάρκεια. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης ήταν ξεκάθαρος για τα σχέδιά του από την πρώτη στιγμή που έπιασε στα χέρια του τα ηνία του Ολυμπιακού. Οι «διερμηνείς» ωστόσο ερμήνευσαν την πρόθεσή του να αυξήσει το ελληνικό στοιχείο στο ρόστερ του συλλόγου ως ένδειξη οικονομικής αδυναμίας.
Απέφυγαν διακριτικά τη μνήμη, γιατί όπου κι αν την αγγίξουν, πονεί.
Ο Βαγγέλης Μαρινάκης είναι οπαδός του Ολυμπιακού αλλά και επιχειρηματίας. Είναι σαφές πως το μοντέλο που έχει επιλέξει για να μετατρέψει σε οικονομικά αυτάρκη τον σύλλογο του Πειραιά ταυτίζεται με αυτό των τριών αδελφών του πορτογαλικού ποδοσφαίρου, της Μπενφίκα, της Πόρτο και της Σπόρτινγκ.
Καλό σκάουτινγκ, προώθηση των ταλαντούχων νέων από τις ακαδημίες και πώληση των παικτών σε υψηλές τιμές.
Υπάρχει όμως και μια πολύ σημαντική παράμετρος: η υπεραξία. Τα «καράτια» τόσο του συλλόγου ως brand όσο και του κάθε ποδοσφαιριστή του ξεχωριστά εξαρτώνται από τις αγωνιστικές επιτυχίες.
Το ταλέντο και η νεανική ορμή δεν μπορούν από μόνα τους να οδηγήσουν καμία ομάδα στην κορυφή. Χρειάζεται και η εμπειρία, την οποία ο Ολυμπιακός αναζητά συνήθως σε ξένους παίκτες ή σε Ελληνες, όπως ο Ταχτσίδης.
Από την ισορροπία αυτού του blend εξαρτώνται κάθε φορά το οικονομικό μέλλον του συλλόγου και οι πιθανότητες αγωνιστικής επιτυχίας του.