Φραγή σε τουλάχιστον 35.000 κλεμμένα κινητά τηλέφωνα κατάφεραν να βάλουν οι ιδιοκτήτες τους μέσα στα τελευταία δυόμισι χρόνια, αχρηστεύοντας τις συσκευές προτού καταλήξουν στη μαύρη αγορά.
Σε εφαρμογή σχετικής απόφασης της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας από το φθινόπωρο του 2014 είναι υποχρεωμένες να τηρούν «μαύρες λίστες» με τους διεθνείς μοναδικούς κωδικούς IMEI (International Mobile Equipment Identity) των κλεμμένων κινητών τηλεφώνων των συνδρομητών τους.
Παράλληλα, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας προχωρούν σε φραγή της λειτουργίας των κινητών τηλεφώνων που έχουν κλαπεί, αμέσως μόλις λάβουν τη γραπτή αίτηση του συνδρομητή – κατόχου της συσκευής, με την οποία δηλώνεται και ο αριθμός IMEI που τη συνοδεύει.
Με τον τρόπο αυτό οι κλεμμένες συσκευές αχρηστεύονται, καθώς δεν ξαναλειτουργούν πλέον σε κανένα ελληνικό δίκτυο, αλλά και σε ορισμένα δίκτυα του εξωτερικού, έπειτα από αίτημα του παρόχου. Ετσι, ουσιαστικά από τις αρχές του 2015, η αγορά κάποιας κλεμμένης συσκευής από άγνωστους πωλητές, έστω και σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή, αποτελεί πράξη «υψηλού ρίσκου».
Πάντως, σύμφωνα με έμπειρα στελέχη της ελληνικής αγοράς τηλεπικοινωνιών, ο αριθμός των περίπου 35.000 κλεμμένων συσκευών που έχουν αχρηστευτεί θεωρείται μικρός σε σχέση με το σύνολο των κινητών που κάνουν φτερά κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός, τονίζουν, «θα ήταν πολύ μεγαλύτερος εάν η συντριπτική πλειονότητα των συνδρομητών δεν αγνοούσε μέχρι και σήμερα τη δυνατότητα που έχει, δηλαδή να μπλοκάρει τη λειτουργία της συσκευής του τηλεφώνου, αμέσως μόλις αυτό κλαπεί».
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση κλοπής η διαδικασία που προβλέπεται από την ΕΕΤΤ περιλαμβάνει τη δήλωση της κλοπής σε ένα από τα καταστήματα της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας με την οποία συνεργάζεται ο συνδρομητής ή στην Αστυνομία.
Με τον τρόπο αυτόν ο συνδρομητής μπορεί να μην παίρνει πίσω τη συσκευή του, όμως αποτρέπει τη χρήση της από τον… κλέφτη ή τον κλεπταποδόχο. Ετσι, ένα κλεμμένο κινητό είναι πλέον άχρηστο και δεν μπορεί να πωληθεί στο εγχώριο παρεμπόριο, καθώς δεν μπορεί να ενεργοποιείται με άλλη κάρτα SIM της ίδιας ή άλλης εταιρείας. Το κλείδωμα σε αυτή την περίπτωση είναι ολικό και όχι σε επίπεδο SIM, κάτι που σημαίνει ότι η συσκευή καθίσταται ανενεργή –τουλάχιστον στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο υλοποιείται εύκολα, από τη στιγμή που τα συστήματα των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας γνωρίζουν εκτός από τον αριθμό SIM, τη γεωγραφική θέση, καθώς και τον αριθμό IMEI της συσκευής, η οποία είναι ενεργοποιημένη στο δίκτυό τους.
Τα απαραίτητα βήματα. Κάθε κάτοχος κινητού τηλεφώνου πρέπει να γνωρίζει τον αριθμό ΙΜΕΙ της συσκευής του. Ο συγκεκριμένος αριθμός είναι μοναδικός και αναγράφεται στο μενού των Ρυθμίσεων της συσκευής, καθώς και κάτω από το σημείο όπου βρίσκεται η μπαταρία του κινητού. Επίσης, ο αριθμός ΙΜΕΙ εμφανίζεται στην οθόνη της συσκευής όταν κάποιος πληκτρολογήσει *#06#.
Τον αριθμό ΙΜΕΙ του κλεμμένου κινητού του τον καταθέτει αμέσως μετά την κλοπή στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας της οποίας είναι συνδρομητής. Η εταιρεία αποστέλλει κάθε εβδομάδα στις υπόλοιπες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας λίστα με τους κωδικούς ΙΜΕΙ των απολεσθέντων συσκευών των χρηστών που βρίσκονται στο δίκτυό της.
Κάθε εταιρεία, μόλις λάβει τη συγκεκριμένη λίστα, εξετάζει εάν οι κωδικοί ΙΜΕΙ που της έχουν διαβιβαστεί έχουν δικαίωμα εγγραφής στο δίκτυό της, βάσει των στοιχείων της εβδομάδας που της δόθηκαν. Εντός τριών εργάσιμων ημερών η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να ενημερώσει τους άλλους παρόχους για το αποτέλεσμα της έρευνάς της και για τους κωδικούς ΙΜΕΙ που δεν έχουν δικαίωμα εγγραφής στο δίκτυό της και θα πρέπει να μπλοκαριστούν.
Μέσα στις επόμενες πέντε εργάσιμες ημέρες όλοι οι πάροχοι πλέον εισάγουν στα ηλεκτρονικά συστήματά τους τη λίστα με τους διαπιστωμένα κλεμμένους κωδικούς ΙΜΕΙ, μπλοκάροντας έτσι τις κλεμμένες συσκευές.
Λίστες ΙΜΕΙ κλεμμένων κινητών μπορεί να διαβιβάζει στις εταιρείες η Ελληνική Αστυνομία, καθώς και διωκτικές Αρχές άλλων χωρών.
Οι χρήστες κινητών των οποίων ο κωδικός ΙΜΕΙ έχει μπλοκαριστεί καλούνται από τις εταιρείες να αποδείξουν τον νόμιμο τρόπο απόκτησης της συσκευής, και μάλιστα σε χρόνο προγενέστερο της δήλωσης κλοπής της.