Είχαν περάσει δύο μήνες από το μεγαλύτερο πανηγύρι που στήθηκε στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση από τους Γερμανούς, για χατίρι του Ζαγοράκη, του Καραγκούνη, του Χαριστέα και των άλλων παιδιών της Γαλανόλευκης.
Ηταν Σεπτέμβριος του 2004. Αρχιζαν τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου και το μάτι μου έπεσε σε μια είδηση που με εντυπωσίασε.
Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ήταν ο προπονητής της εθνικής ομάδας της Παπούα Νέα Γουινέα που έκανε δηλώσεις στον Τύπο του νησιωτικού κράτους της Ωκεανίας για τον επερχόμενο δύσκολο αγώνα της ομάδας του: «Πρέπει να παίξουμε ψυχωμένα. Στο ποδόσφαιρο όλα γίνονται. Είδατε την Ελλάδα; Αφού τα κατάφερε αυτή μπορούν να τα καταφέρουν όλοι».
Αυτή ήταν η αίσθηση που κυριαρχούσε τότε σε όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο.
Το επίτευγμα της Ελλάδας στα πορτογαλικά γήπεδα αποτελεί ένα από τα Επτά Θαύματα του ποδοσφαίρου. Είναι ένας ποδοσφαιρικός Φάρος, όμοιος με αυτόν της Αλεξάνδρειας.
Πόσοι πίστευαν ότι ο Οτο Ρεχάγκελ θα μπορούσε να εξελιχθεί από ελαιοχρωματιστής (το πρώτο του επάγγελμα) σε αρχιτέκτονα αυτού του ποδοσφαιρικού μνημείου; Κανείς. Ούτε οι ελάχιστοι, σε σχέση με τους αντιπάλους, φίλοι της Γαλανόλευκης που την ακολούθησαν στο δυτικότερο άκρο του Παλιού Κόσμου, είχαν φανταστεί το τέλος της ιστορίας.
Αυτό το κύμα της αμφισβήτησης μου επέτρεψε να ταξιδέψω στην Πορτογαλία αφού δεν δεχόταν κανένας άλλος. Για την πλειονότητα ήταν αγγαρεία το ταξίδι. Δέχτηκα όμως να πάω. Για τον προημιτελικό με την παγκόσμια πρωταθλήτρια και κάτοχο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Γαλλία, του Ζιντάν, του Ανρί, του Τρεζεγκέ και του Μπαρτέζ.
Το ματς ήταν προγραμματισμένο για το Ζοζέ Αλβαλάδε, στο κέντρο της Λισαβόνας. Ενας από τους σημερινούς «καθηγητές» διαιτησίας που είχε ακολουθήσει την αποστολή, ντρεπόταν που κρατούσε την ελληνική σημαία και μου την έδωσε.
Στο γήπεδο, οι Ελληνες ήταν αριθμητικά όσοι και οι πιστοί του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Απέναντί τους, γαλλικές ορδές. Αποκρούστηκαν όλες οι επιθέσεις και η Ιστορία ξαναγράφτηκε, αυτή τη φορά με τον «Λεωνίδα» νικητή. Για δύο ώρες οι Ελληνες είχαν καταλάβει τα σκαλιά, κοντά στο γήπεδο και τραγουδούσαν. Μαζεύτηκε κόσμος, τηλεοπτικά συνεργεία. Πραγματικό γλέντι. Ο «καθηγητής» με πλησίασε και μου ζήτησε να του επιστρέψω τη σημαία.
Ο επόμενος αντίπαλος της Γαλανόλευκης ήταν η πιο φορμαρισμένη ομάδα του τουρνουά, η Τσεχία του Πάβελ Νέντβεντ.
Το ματς φιλοξενήθηκε στη φωλιά των «Δράκων» της Πόρτο, στο Ντραγκάο. Το γαλάζιο ποτάμι άρχισε να φουσκώνει. Οι πιστοί της ομάδας του Ρεχάγκελ είχαν αρχίσει να ψυχανεμίζονται ότι το Σύμπαν παίζει περίεργα παιχνίδια. Επιβεβαιώθηκαν όταν ο Νέντβεντ εγκατέλειψε γρήγορα το ματς και η μπάλα σημάδεψε το δοκάρι του Νικοπολίδη.
Τελευταία φάση του πρώτου ημιχρόνου της παράτασης και η κεφαλιά του Δέλλα κλείνει απότομα την ιστορία του ματς.
Οι υπονομευτές του θαύματος έτρεξαν να πιάσουν πρώτη θέση στα στασίδια. Στον τελικό ταξίδεψαν όλα τα φρούτα της ελληνικής χλωρίδας, αφήνοντας πολλούς από τους κατάκοπους πιστούς του «Λεωνίδα» εκτός των εγκαινίων του Φάρου. Ας είναι. Αρκεί που υπάρχει εκεί για να φωτίζει και να υπενθυμίζει ότι στο ποδόσφαιρο τίποτε δεν είναι αδύνατο.