Ο μεγαλοφυής σουρεαλιστής ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί εξακολουθεί και μετά θάνατον να απασχολεί και να σκανδαλίζει τη δημόσια γνώμη, όπως μέσα στη μεγαλομανία του κι ο ίδιος διατεινόταν πως είναι «αθάνατος». Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, η σορός του θα πρέπει να εκταφεί και να συγκριθεί το γενετικό υλικό του με αυτό της Πιλάρ Άβελ ώστε να διαπιστωθεί εάν όντως είναι η κόρη του, όπως αυτή διατείνεται.
Όμως είναι αυτό δυνατόν; Γιατί όπως υποστηρίζει στην εφημερίδα «La Vangiardia» ο καθηγητής Ιατροδικαστικής Ναρσίς Μπαρνταλέτ, που είχε διευθύνει τις εργασίες για να βαλσαμωθεί η σορός του Νταλί στην κατοικία του στο Τόρε Γκαλατέα του Φιγκέρες, «μπορεί να έχει καταστραφεί η γενετική του δομή» λόγω των υλικών που είχαν χρησιμοποιηθεί με βάση τη φορμόλη και συνεπώς να αποβεί άκαρπη η εκταφή.
Όπως τονίζεται στην εφημερίδα, ο Νταλί είχε βαλσαμωθεί, χωρίς να αφαιρεθούν τα εσωτερικά όργανα και τα σπλάχνα από το σώμα του, ακολούθως προς τη μέθοδο της ενδοαρτηριακής έγχυσης, μέσω του μηρού, οκτώ λίτρων υγρού με βάση τη φορμόλη, το οποίο διαχύθηκε σε όλα τα τριχοειδή αγγεία του σώματος εξασφαλίζοντας τη συντήρησή του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η μέθοδος αυτή είναι αναγκαία για όλες εκείνες τις σορούς που δεν πρόκειται να ταφούν αμέσως ή πρέπει να μεταφερθούν σε άλλο σημείο ή να εκτεθούν σε άλλο μέρος. Η επέμβαση είχε διαρκέσει τρεις ώρες.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Μπαρνταλέτ, μετά την εκταφή είναι δυνατόν να βρεθούμε ενώπιον μίας σορού που θα έχει διατηρηθεί σε πολύ καλύτερη κατάσταση από κάποια άλλη που θα είχε ταφεί κανονικά, «καθώς η φορμόλη θα συνέβαλε στην αποφυγή της σήψης». «Ενδεχομένως όμως να έχει βλάψει τη γενετική δομή τους», τονίζει ο ίδιος στη «La Vanguardia».
Στην ουσία δεν υπάρχουν άλλα οργανικά υπολείμματα του Νταλί, πλην της ίδιας του της σορού, χάρις στα οποία θα μπορούσε κανείς να πάρει δείγμα του DNA του. Και για τον λόγο τούτο, κατά τον Μπαρνταλέτ, μολονότι η απόφαση του δικαστηρίου που κατέφυγε η Αβελ είναι καθ’ όλα σεβαστή, το προτιμότερο θα ήταν πρώτα να λάβει κανείς γενετικό δείγμα από τον πατέρα που επισήμως φέρεται να είναι ο γονέας της αιτούσης και στην περίπτωση που δεν προέκυπταν διαφωτιστικά στοιχεία, τότε να προσπαθήσει κανείς να κάνει τη σύγκριση με τον Νταλί. Κατά την άποψη του γιατρού, «δεν υπάρχει κανείς πιο ανυπεράσπιστος από έναν νεκρό χωρίς οικογένεια».
Ένα από τα δείγματα που επικαλείται για το αίτημά της για εκταφή του Νταλί η Άβελ είναι το μεταθανάτιο εκμαγείο του προσώπου του, που ελήφθη κατά το βαλσάμωμά του. Σύμφωνα με την αιτούσα, ο γύψος ενδέχεται να έχει διατηρήσει επαρκές γενετικό υλικό. Ο ίδιος ο Μπαρνταλέτ όμως τονίζει πως «ήταν αδύνατον να βρεθεί το εκμαγείο, διότι απλούστατα δεν το πήραμε, επειδή εάν το κάναμε θα είχαμε καταστρέψει τα φρύδια και το (διάσημο) μουστάκι του». Ο ίδιος τονίζει πως αφού το δοκίμασαν σε ένα από τα μάγουλα του Νταλί, έλαβαν στο τέλος την απόφαση να μην πάρουν νεκρικό εκμαγείο.
Κατά τη στιγμή του θανάτου του, ο Νταλί έφερε βηματοδότη. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, στο πιστοποιητικό θανάτου του, που υπογράφεται από επτά ιατρούς, αναγράφει πως ο Νταλί απεβίωσε στο νοσοκομείο του Φιγκέρες στις 10.15 της 23ης Ιανουαρίου 1989, σε ηλικία 84 ετών από ανακοπή καρδιάς.
Ο Μπαρνταλέτ, που είχε συνυπογράψει το πιστοποιητικό, βρισκόταν στον θάλαμο όταν ο σουρεαλιστής ζωγράφος άφηνε την τελευταία του πνοή. Κατά τον ίδιον, από ιατρικής πλευράς ο Νταλί εξέπνευσε τριάντα λεπτά αφότου αναγράφεται στο επίσημο πιστοποιητικό. «Κατά τη μισή ώρα αυτή, ο δάσκαλος είχε σταματήσει να αναπνέει, είχε γραμμικό εγκεφαλογράφημα, αλλά η καρδιά του συνέχιζε να κτυπά, χάρις στη βοήθεια του βηματοδότη», όπως είχε τονίσει ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξή του στη «La Vanguardia».
Ο ιατροδικαστής που γνώριζε τον θαυμασμό που έτρεφε ο Νταλί στη σύγχρονη τεχνολογία αποφάσισε να μην αφαιρέσει τον βηματοδότη από τη σορό του, «ως μικρή σπονδή κι αναγνώριση του τι σήμαιναν για εκείνον τα μικρά θαυματουργά μηχανήματα».